Πέμπτη 4 Αυγούστου 2011

ΟΜΗΡΙΚΑ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ - Η ΚΡΑΥΓΗ ΤΟΥ ΑΧΙΛΛΕΑ


Η ΚΡΑΥΓΗ ΤΟΥ ΑΧΙΛΛΕΑ 


ΕΙΣΑΓΩΓΗ

 Ο Όμηρος θα μπορούσε να θεωρηθεί ένας οδηγός της ελληνικής θρησκείας για αρχάριους. Μέσα από την διήγηση του Έλληνα ποιητή κατανοεί κανείς τις ιδιότητες των θεών και των πνευμάτων. Ωστόσο υπάρχει και μια δεύτερη ανάγνωση για εκείνους που γνωρίζουν ότι οι μύθοι είναι απλώς σύμβολα ανώτερων κόσμων και ακόμα μια τρίτη ανάγνωση για όσους είναι ήδη μυημένοι σε αυτούς τους κόσμους, ώστε το ποίημα του Ομήρου δεν είναι μονάχα ένα παραμύθι αλλά είναι σημαντικό για όλους.

 Για τους Έλληνες τίποτα δεν μπορούσε να γίνει αν δεν είχαν την βοήθεια των θεών. Όταν ο Αχιλλέας προσπαθούσε να σκοτώσει τον Έκτορα, εκείνος του είπε πως αναγνωρίζει ότι είναι πολύ πιο αδύναμος από αυτόν αλλά με την βοήθεια των θεών θα μπορούσε να νικήσει. Χρειάζεται λοιπόν καρδιά και νους ώστε να έχεις την βοήθεια των θεών μαζί σου. Καρδιά έχει εκείνος που είναι αληθινός με τον εαυτό του και νου εκείνος που δεν εξαπατά τους θεούς. Αυτή είναι η τέχνη της ελληνικής θρησκείας. Πώς να χρησιμοποιείς το νου, με τι καρδιά, ώστε να έχεις δίπλα σου τους θεούς. Ενας πονηρός και δόλιος νους, μια δειλή και ψεύτικη καρδιά  ποτέ δεν θα έχει τους θεούς στο πλάι της.

 Η κραυγή είναι η φωνή που έρχεται από τα βάθη της ψυχής γεμάτη με συναίσθημα θυμού. Είναι η εξωτερίκευση ενός συναισθήματος αληθινού, είναι ενέργεια θεική που δεν έχει ανάγκη τα λόγια και τις δικαιολογίες γιατί είναι καθαρή ενέργεια γεμάτη από δίκαιο και αλήθεια. Αυτή η κραυγή του Αχιλλέα, που έχει αδικηθεί από τον Αγαμέμνων είναι η νίκη των Αχαιών, είναι η δύναμη που θα τους δώσει το θάρρος να αποκρούσουν την επίθεση των Τρώων και τελικά με τον θάνατο του Έκτορα να πάρουν την Τροία χάριν στην εξυπνάδα του Οδυσσέα.

 Εχω χωρίσει το θέμα σε τρεις σκηνές για να γίνει η σύγκριση με το κάλεσμα του στρατού από τον άδικο κάτοχο του βασιλικού σκήπτρου Αγαμέμνωνα που φωνάζει στους αρχηγούς και της θυμωμένης κραυγής του κάτοχου της ηρωικής ψυχής ήρωα Αχιλλέα.

Νjoy


Κεφάλαιο Δ

Η πρώτη σκηνή παρουσιάζει τον Αγαμέμνωνα να καλεί τους Δαναούς στον πόλεμο, στο τέταρτο κεφάλαιο της Ιλιάδος.

Ο Όμηρος παρουσιάζει εδώ με ειρωνία, το δίκαιο και το άδικο.
Η σκηνή ξεκινάει με τον τραυματισμό του Μενέλαου, που δέχεται ένα βέλος στη μέση. Ο Μενέλαος το τραβάει και βλέποντας την πληγή καταλαβαίνει ότι είναι δηλητηριασμένο και ρουφάει αμέσως το αίμα. Γιατροί έρχονται να βάλουν βότανα που τους είχε δώσει ο Χείρωνας στην πληγή για να τον θεραπεύσουν. Ο Αγαμέμνων βλέποντας τον αδερφό του πληγωμένο αρχίζει να φωνάζει τους στρατιώτες να πολεμήσουν με ανδρεία. Για τον Μενέλαο άλλωστε ήρθαν στην Τροία. Η γυναίκα του η Ελένη είναι εκείνη που βρίσκεται μέσα στο κάστρο της Τροίας.

«Αργείοι μην αφήνετε την ανδρική ορμή σας, δεν βοηθά τους δολερούς ο ύψιστος πατέρας και αυτών που πρώτοι αδίκησαν τους όρκους τους πατώντας τα τρυφερά τους σώματα θα καταφάγουν γύπες και τες γυναίκες τους εμείς και τα μικρά παιδιά τους αφού την πόλιν πάρουμε θα σύρουμε στα πλοία»

Ο Αγαμέμνων επικαλείται το δίκαιο του πολέμου και αναφέρεται στην βοήθεια του Θεού, προβλέποντας και την τιμωρία των άδικων Τρώων που έχουν κλέψει την ωραία Ελένη. Όμως ο ίδιος είναι που έχει αδικήσει τον Αχιλλέα κι έχει πάρει το δώρο του Αχιλλέα, την ωραία Βρυσιίδα, στην σκηνή του. Ο Δίας μάλιστα έχει ήδη προσπαθήσει να τον παραπλανήσει τον Αγαμέμνωνα στέλνοντας του ψεύτικο όνειρο. Ο Δίας τον οποίο επικαλείται έχει ήδη αποφασίσει οι Δαναοί να ηττηθούν και να αναγκαστούν να ζητήσουν την βοήθεια του Αχιλλέα.

Κι όμως ο Αγαμέμνων βλέποντας να κινδυνεύει ο αδερφός του ο Μενέλαος, φωνάζει στους Δαναούς πως είναι δειλοί και δεν πολεμούν γενναία. Συνέχισε μάλιστα με χειρότερες προσβλητικές εκφράσεις λέγοντας, «τι κρύβεσθαι, τι μένετε μακράν ως ναρθούν οι άλλοι, και να σταθείτε έπρεπε σεις στην πρώτη ταξιν πρώτοι και τε την φλόγα του πολέμου, καθώς δέχεσθαι κάλεσμα στην τράπεζα μου πρώτοι, όποτε στρώνουμε οι Αχαιοί τραπέζι των γερόντων και σας αρέσει τα ψητά να τρώγετε και ωραίο κρασί να πίνετε άφθονο και τώρα σας αρέσει και αν δέκα σώματα Αχαιών εβλέπετε έμπροσθεν σας με τανδροφόνο σίδερο ναρχίσουν τον αγώνα.»

Του απάντησαν θυμωμένοι πρώτα ο Οδυσσέας και ο Διομήδης. Ο Οδυσσέας του απάντησε, «Ατρείδη από τα χείλη σου ποίος εβγήκε λόγος ! εμείς την μάχη φεύγουμε ; όταν τον άγριον Άρη κινήσωμε όλοι οι Αχαιοί στους ιπποδάμους Τρώες, θα ιδείς, αν θέλεις και αν γι αυτό σε μέλει, θα με δεις να ρίχνομαι στον πόλεμο και όλα αυτά που λες τα παίρνει ο άερας»

 Ο Οδυσσέας αναρωτιέται αν τον ενδιαφέρει ο πόλεμος εναντίον των Τρώων ή αν φοβάται για την ζωή του αδερφού του. Αυτό το νόημα έχει η απάντηση του και αυτό θα το δούμε παρακάτω. Ο Διομήδης του απάντησε κι εκείνος αυστηρά λέγοντας: «μη ψεύδεσαι Ατρείδη είμασθε των πατέρων μας πλειότερο ανδρειωμένοι τα άρεια τείχη πήραμε της επταπύλου Θήβας εμείς, αν και ολιγότερος λαός μας ακολούθα, παίρνοντας θάρρος από τα θεικά σημάδια και τον Δία κι εκείνοι αντίς εχάθηκαν στα ασεβηματα τους, ώστε με τους πατέρες μας ποτέ μη μας συγκρίνεις».

 Ο Διομήδης απαντά σαφέστατα στον Αγαμέμνων, πως δεν χρειάζονται οι φωνές του γιατί δεν θα πάρουν θάρρος αν τους υπενθυμίζει πως είναι δειλοί ή τους ταίζει με ψητά. Νίκησαν τους Θηβαίους όχι με αυτόν τον τρόπο αλλά επειδή ακολούθησαν τα θεικά σημάδια και είχαν στο πλάι τους τον Δία. Τώρα ο αναγνώστης της Ιλιάδος γνωρίζει ότι ο Αγαμέμνων δεν άκουσε την συμβουλή του μάντη να δώσει πίσω την κόρη του ιερέα του Απόλλωνα και γι αυτό τιμωρήθηκαν από τον θεό. Επειτα αδίκησε τον Αχιλλέα παίρνοντας του την Βρυσιίδα κι έτσι πλέον όχι ο Απόλλων αλλά ο ίδιος ο Δίας δεν ήταν με το μέρος των Αχαιών. Όμως ο Αγαμνέμνων φωνάζει για το δίκιο του αδερφού του και υποκρίνεται τον αρχηγό που ταίζει με ψητά του καλύτερους των Ελλήνων. Η Ομηρική ειρωνεία εδώ φαίνεται σε όλο της το μεγαλείο. Ο αρχηγός Αγαμέμνων δεν είναι παρά ένας εξαπατημένος δειλός και άδικος αρχηγός που έχει στρέψει τον θεό εναντίον του κι ενώ αυτό το αγνοεί επικαλείται το δίκιο του και το όνομα του Δία.

Ο Διομήδης ξεκινάει τον αγώνα πρώτος και διαβάστε πως περιγράφει την αρχή αυτής της μάχης μετά τις φωνές του Αγαμέμνωνα.

«των Δαναών κινούνται οι φάλαγγες και κάθε πολεμάρχος τους ιδικούς του πρόσταζε, κι οι επίλοιποι σωπαίναν, ωσαν φωνή τόσος λαός στα στήθη να μην είχε, φοβούμενοι τους αρχηγούς, επάνω των ελάμπανε τα πλουμιστά των άρματα, καθώς επροχωρούσαν και οι Τρώες, ως τα πρόβατα σε αυλήν ανδρός πλουσίου μένουν το λευκό να αρμέγουν γάλα και όλο βελάζουν ως ακούν να κράζουν τα κριάρια ομοίως στον πλατύ στρατόν αλάλαζαν οι Τρώες ότι δεν ήτο εις όλους μια λαλιά και γλώσσα μία, αλλα μικτή κι αν ήταν λαοί που πολλαχόθεν ήλθαν τούτου ο Αρης, η Αθηνα, του Αχαιούς κεντάει, ο Δήμος και ο Φόβος κει η λυσασμένη Ερις που είναι αδελφή και σύντροφος του ανθρωποφόνου άρη.»

Ο Όμηρος παρουσιάζει δυο στρατούς χωρίς ψυχή από την μια οι Τρώες επειδή δεν είχαν μια γλώσσα αλλά ήταν διαφορετικοί λαοί και από την άλλη οι Έλληνες γιατί ήταν χωρισμένοι και όχι μονιασμένοι παρόλο που όλοι μιλούσαν μια γλώσσα και ήταν από την ίδια ελληνική εθνότητα.



Κεφάλαιο Κ

Η δεύτερη σκηνή βρίσκει τους Δαναούς σε μεγάλη ανάγκη στο δέκατο κεφάλαιο της Ηλιάδος. Ο Αχιλλέας δεν πολεμά, αλλά μένει μόνος του στην σκηνή του θυμωμένος με τον Αγαμέμνωνα και ο Έκτωρ σφάζει τους Έλληνες καθημερινά ώστε οι Τρώες είναι έτοιμοι να κάψουν το ξύλινο τείχος που προστατεύει τα καράβια.

Όταν ο πόλεμος πάρει την απρόσμενη τροπή και οι Τρώες φτάσουν έξω από τα ξύλινα τείχη, ο Αγαμένων δεν μπορεί να κοιμηθεί και ενώ ετοιμάζεται να βγει φορώντας τα άρματα του, μπαίνει στη σκηνή του ο Μενέλαος που είναι και αυτός ξύπνιος από τον φόβο του βέβαια και την ανησυχία. Ο Μενέλαος τον ρωτάει τι κάνει και είναι ξύπνιος, μήπως σκέφτεται νύχτα να στείλει κατασκόπους στο στρατόπεδο των Τρώων.
 «Και προς αυτόν απάντησεν ο μέγας Αγαμέμνων, εγώ κι εσύ Μενέλαε, πολλήν έχομε ανάγκην βουλής ορθής, τους Αχαιούς να σώσει και τα πλοία, αφού τώρα άλλαξεν ο Ζευς την γνώμην του και ο νους του προ΄σεχει προθυμότερον στου Έκτορος τα δώρα.»

 Ο Αγαμέμων κατάλαβε ότι ο Δίας δεν ήταν πια με το μέρος των Ελλήνων. Ίσως δεν είχε καταλάβει ότι δεν ήταν με το μέρος του αρχηγού των Ελλήνων, επειδή εκείνος τον είχε προσβάλλει, εφόσον ταπείνωσε τον Αχιλλέα. Ο Αγαγαμέμνων πρώτα πηγαίνει στο γέρο Νέστωρα και του λέει τα παράπονα του για τον Δία.
  «Ω Νέστωρ Νηλιάδη, ω καύχημα των Αχαιών, ακούεις τον Ατρείδη, ιδού τον Αγαμέμνωνα, που απόλους τους ανθρώπους ο Δίας ακατάπαυστα με θλίψεις βασανίζει, όσο αναπνέω κι ελαφρά κινώ τα γόνατα μου, ύπνος δεν κλει τα μάτια μου, κι εδώ πλανώμαι ως βλέπεις, από τον καυμό των Δαναών, πώχουν βαρύ αγώνα.»
 Ο Νέστωρ προσφέρει στον Αγαμέμνωνα αυτή την ορθή βουλή καθώς του απαντάει με αυτά τα λόγια:
 «Ω Αγαμέμνων αρχηγέ, ω Ατρείδη δοξασμένε, του Έκτορος τους λογισμούς κι όσα ελπίζει τώρα δεν θα εκτελέσει ο πάνσοφος Κρονίδης, αλλα αγώνες βαρύτεροι θα τον βρουν, εάν αλλάξουν γνώμη ο Αχιλλεύς, και τον κακόν θυμό του παραιτήσει.»
 Πρόθυμα θα ακολουθήσουν όλοι οι αρχηγοί τον Αγαμέμνων αν ο βασιλιάς των Ελλήνων συμφιλιωθεί με τον Αχιλλέα, του λέει ο Νέστωρ και προσθέτει. "αλλ΄ όμως τον Μενέλαον, αν κ΄είναι σεβαστός μου και αγαπητός, δεν επαινώ, και αν θα σε λυπήσω ότι κοιμάται και άφησε σε μόνο να κοπιάζεις, τώρα έπρεπε να τρέχει στους πολεμάρχους όλους τώρα στον άκρον κίνδυνο σε εκείνους να προσπέσει."
 Και ο Αγαμέμνων προς αυτόν "άλλες φορές, ω γέρε, πρώτος σ επαρακίνησα, εσύ να τον ελέγξης, διότι αργεί πολλές φορές, να εργάζεται δεν θέλει, μωρός δεν είναι, ούτε οκνηρός, όμως σ εμέ προσβλέπει και περιμένει την αρχήν να κάνω εγώ πρώτος, αλλά τώρα με επρόλαβε και ήρθε να με έβρει πρώτος."
 Η δικαιολογία του Αγαμέμωνα εδώ φανερώνει ξανά την ειρωνία του μεγάλου ποιητή. Ο Μενέλαος συνέχεια κοιμάται και αφήνει τον αδερφό του να έχει την πρωτιά σαν αρχηγός, αλλά τώρα που ο φόβος του έχει κόψει τα ποδάρια τρέχει μέσα στην νύχτα φοβισμένος στον αδερφό του. 

  Τώρα είχαν ανάγκη να νικήσουν χωρίς την βοήθεια του Δία χρησιμοποιώντας την ορθή βουλή. Ο επόμενος που θα συμβουλευτούν είναι ο Οδυσσέας τον οποίο αποκαλεί ο Όμηρος «ισόπαλον στην γνώσιν προς τον Δία.» Βρίσκονται σε πολύ δύσκολε θέση και πρέπει να αποφασίσουν αν θα φύγουν από την Τροία για να σωθούν ή θα μείνουν για να πολεμήσουν. Αποφασίζουν να στείλουν κατασκόπους στους Τρώες και πρώτος θα πάει ο Διομήδης αλλά θα ήθελε να μην πάει μόνος του. Ο Αγαμέμνων τον καλεί να διαλέξει εκείνος όποιον θέλει για σύντροφο αλλα «δια τον αδελφό Μενέλαο εφοβείτο» μην τον επιλέξει ο Διομήδης για την δύναμη του. Ο Διομήδης όμως επιλέγει τον Οδυσσέα κι έτσι το ζεύγος που απάντησε τότε στις φωνές του Αγαμέμνωνα (στην πρώτη σκηνή) όταν το κακό ξεκίνησε με τον τραυματισμό του Μενέλαου και άρχισαν να ηττούνται οι Δαναοί, θα πάνε την νύχτα κατάσκοποι στο στρατόπεδο των Τρώων.

 Ο Όμηρος έχει ήδη αποκαλύψει ότι ο Αγαμέμνων ενδιαφέρεται περισσότερο να διαφυλάξει την ζωή του αδερφού του Μενέλαου, για τον οποίο ήρθε στην Τροία και δεν ενδιαφέρεται καθόλου για τους Έλληνες. Γι αυτό άλλωστε και κρατάει τον άδικο θυμό του με τον Αχιλλέα και δεν του δίνει την γυναίκα του. Παρουσιάζει ένα αρχηγό που διαμαρτύρεται εναντίον του Δία, τον οποίο όμως ο Νέστωρ αποκαλεί πάνσοφο φανερώνοντας πως καλώς ο Δίας βασανίζει τον Αγαμέμνων, και τον προτρέπει να συνομιλήσει με τον Αχιλλέα.

 Η νίκη άρχισε να χαμογελάει στους Έλληνες όταν ο Διομήδης και ο Οδυσσέας, δύο ισόθεοι ήρωες, πήγαν την νύχτα για να κατασκοπεύσουν τον στρατόπεδο των Τρώων. Αυτοί οι δύο ήρωες ήταν που απάντησαν με θυμό στον Αγαμέμνωνα όταν τους ωθούσε στον πόλεμο. Ο Διομήδης που τόλμησε να πολεμάει ακόμα και τον Άρη και που κατάφερε να τραυματίσει την Αφροδίτη και ο Οδυσσέας που πάντα ο Όμηρος τον αποκαλεί ίδιο στο νου με τον Δία. Στην νυκτερινή τους έξοδο συνάντησαν τον κατάσκοπο των Τρώων και αφού έμαθαν από αυτόν που ήταν στρατοπευδευμένοι οι Τρώες και οι λαοί που τους βοηθούσαν τον σκότωσαν. Ο κατάσκοπος των Τρώων φέρει το πολύ σημαδιακό όνομα, Δόλων. Είναι απαραίτητο για να κερδίσεις μια μάχη με το νου, όταν ο Δίας δεν είναι μαζί σου, να σκοτώσεις τον Δόλο του αντίπαλου.
 Ο Δόλιος μάλιστα υπόσχεται πολλά χρήματα στον Οδυσσέα αν τον αφήσει ζωντανό αλλά εκείνος δεν του κάνει τέτοια χάρη και τον στέλνει στον Άδη χωρίς πολλές κουβέντες.

 Έπειτα πηγαίνουν στο στρατόπεδο των Θρακών και σκοτώνουν δώδεκα Θράκες και δεκατοτρίτο τον βασιλιά τους και φυσικά κλέβουν τα άλογα. Η δολοφονία του Δόλιου και του βασιλιά της Θράκης είναι το σημείο καμπής στην Ηλιάδα. Είναι η μεγαλύτερη νίκη που πετυχαίνουν η εξυπνάδα του όμοιου με το Δία στο νου Οδυσσέα και η δύναμη και το θάρρος του Διομήδη που πολέμησε ακόμα και ενάντια σε θεούς. Η σύγκρουση ή ο ανταγωνισμός των θνητών Ελλήνων με τους αθάνατους θεούς είναι το σημείο που ο άνθρωπος γίνεται ήρωας και περνάει έτσι στην άλλη πλευρά. Όπως στην βίβλο ο Ιακώβ θα παλέψει με τον Θεό και θα λαβωθεί στο μηρό αλλάζοντας τότε το όνομα του σε Ισραήλ, έτσι και η πάλη των Ελλήνων με τους θεούς αποτελεί την δική τους μύηση. Η δολοφονία του δράκου από τον Απόλλωνα ή από τον Αη Γιώργη εδώ έχει μετατραπεί στην δολοφονία του Δόλιου. Εκείνοι που θα τα καταφέρουν είναι έχοντες το νου και την καρδιά και όχι εκείνοι που έχουν τα σκήπτρα της εξουσίας, λέει εδώ με σαφήνεια ο Όμηρος.


Κεφάλαιο Σ

Στην τρίτη σκηνή, στο δέκατο όγδωο κεφάλαιο της Ιλιάδος, η Ιρις η θεά έχει σταλεί από την Ηρα να πει στον Αχιλλέα να πάει να πολεμήσει μαζί με τους Έλληνες για να μην πάρουν οι Τρώες το σώμα του νεκρού Πάτροκλου. Όμως ο Αχιλλέας είχε δώσει τα όπλα του στον Πάτροκλο και ο ίδιος περίμενε νέα όπλα από τον Ήφαιστο.
 «Και πως θα πάω εγώ στον πόλεμο, τα άρματα εκείνοι επήραν, κ εμένα είπε η μητέρα μου να μην εβγώ στην μάχη πριν την ιδούν τα μάτια μου εδώ να γύρη οπίσω, ότι άρματα από τον Ήφαιστον θαρρεί να φέρη ωραία..»

 «Καλώς γνωρίζουμε κ εμείς» τα απάντησε η Ίρις, «που τάρματα ολόλαμπρα κρατούνται, αλλ΄όπως είσαι πήγαινε προς τον χάντακα, φανερώσου εκεί των Τρώων, ίσως αυτοί σε φοβηθούν και από την μάχη παύσουν και ξανασάνουν οι Αχαιοί απ τον βαρύν αγώνα και το μικρό ξανάσαμα στον πόλεμο αξίζει.»
 Και ως αναχώρησε η θεά, πετάχθηκεν ο θείος Πηλείδης, τότε η Αθηνά τους εξαίσιους ώμους με την φρικτήν του εσκέπασεν αιγίδα κροσσωμένην, με νέφος εστεφάνωσε χρυσό την κεφαλήν του, και άναβε φλόγα ολόλαμπρη μέσα από κείνο η θεία και όπως μακρόθεν φαίνεται και φθάνει στον αιθέρα καπνός από περίβρεκτην πολιορκημένην χώραν, με αγώνα από τα τείχη τους ολημερίς παλεύουν και ο ήλιος αμα βυθιστεί πυκνές φωτιές αστράφτουν να φθάση η λάμψη από ψηλά στους γείτονες να δράμουν ίσως με τα καράβια τους στον όλεθρον σωτήρες, όμοια από την κεφαλήν πετιόταν του Αχιλλέως ως τον αιθέρα αναλαμπήν, ξεκίνησε από το τείχος ως τον χάντακα, όμως έμεινε μακριά από τους Αργείους, ως ήθελε να σεβασθή τον λόγο της μητρός του εστάθη εκεί κ εκραύγασε, και η Αθηνά με άλλην φωνήν τον τρόμον έβαλε εις την ψυχήν των Τρώων, σάλπιγγα τόσο δεν ηχά στην χώραν όπου γύρω έχουν ζωσμένην οι εχθροί να την εξολοθρεύσουν, όσο η βοή που έβγαλεν ο ανίκητος Πηλείδης και όλη ταράχτηκε η ψυχή στην χάλκινη φωνή του, οι ίπποι οπισθογύρισαν τα αμάξια τρομαγμένοι, ότι αισθανόνταν συμφορές, και οι κυβερνήτες όλοι ζαλίζονταν απ’ την φωτιά που επάνω στου Αχιλλέως την κεφαλήν αδάμαστη φρικτά φεγγοβολούσε, όπως την άναβε η Αθηνά, και τρεις φορές επάνω από τον λάκκο φώναξεν ο Αχιλλεύς και τόσες οι Τρώες και όλοι οι βοηθοί γινήκαν άνω κάτω και πολεμάρχοι δώδεκα στις λόγχες των ευρήκαν και στους τροχούς τον θάνατον, και μέσα από τα βέλη οι Αχαιοί τον Πάτροκλον επήραν.»

Κεφάλαιο Τ

Αυτή ήταν η είσοδος του Αχιλλέα στον πόλεμο. Χωρίς άρματα και μονάχα με την φωνή του γίνεται η αιτία να ηττηθούν οι Τρώες. Ο φόβος τους είναι τέτοιος που ο Πολυδάμας τους προτείνει να φύγουν και να μπουν ξανά μέσα στα τείχη πριν ξημερώσει και γίνουν όλοι θύματα μπροστά στην ορμή του Αχιλλέα. Όμως ο Έκτορας δεν συμφωνεί και ελπίζει ότι θα τα καταφέρουν να κάψουν τα καράβια των Ελληνων. Ωστόσο η Θέτις, η μητέρα του Αχιλλέα φέρνει τα άρματα του που έχει φτιάξει ο Ήφαιστος και τους λέει να μπει αμέσως στον πόλεμο.
 «Και τώρα εγώ θα αρματωθώ μόνο πολύ φοβούμαι μήπως εις τον ανδράγαθον υιόν του Μενοιτίου (Πάτροκλον) στις ανοικτές λαβωματιές αισχρές βοηθήσουν μύγες και τα σκουλήκια γεννηθούν και τον νεκρόν να φθείρουν, αφού τον άφησε η ψυχή, και όλο σαπή το σώμα.
 Και η ασημόποδη θεά σεκείνον αποκρίθη, «παιδί μου, αυτόν τον στοχασμόν ποσώς μη βάζει ο νους σου, από τις μύγες άγριες σπορές που κατατρώγουν το σκοτωμένο μαχητήν, εγώ θα τον φυλάξω, κ εάν σταθή κειτόμενος, όσο να κλέιση ο χρόνος, άβλαπτο και καλύτερο θα στέκεται το σώμα. Κάλεσε ωστόσο εις σύνοδον των Αχαιών τους πρώτους και βάλε κάτω τον θυμόν που έχεις του Ατρείδη, κ ευθύς ρίξου στον πόλεμο και περιζώσου ανδρείαν.»
 Είπε και τον εγέμισεν ανδραγαθία και θάρρος και στα ρουθούνια του νεκρού ρόδινο στάζει νέκταρ και αμβροσίαν άφθαρτο το σώμα να κρατήσει. Και παίρνει την ακρογιαλιάν ο θείος Αχιλλέας και με κραυγή τρομακτική σηκώνει τους Αργείους. Και αυτοί που πάντοτε έμεναν στην περιοχή των πλοίων, και όσοι τα πλοία κυβερνούν και στρέφουν το πηδάλι, οι οικονόμοι, οι μοιρασταί του σίτου, ετρέξαν όλοι στην σύνοδον που εφάνηκε και πάλιν ο Πηλείδης που τόσον έλειπε καιρόν απ΄τον σκληρόν αγώνα.

ΕΠΙΛΟΓΟΣ

 Ο Αγαμέμνων δίνει τα δώρα στον Αχιλλέα, μεταξύ αυτών εφτά γυναίκες και όγδωη την Βρυσιίδα για την οποία ορκίζεται ότι δεν την ακούμπησε. Ο Αγαμέμνων λέει ο για όλα φταίει ο Δίας που τον εξαπάτησε και του έστειλε την θεά Απάτη που του τύφλωσε το νου. Αφού ο Αχιλλέας δεχθεί τα δώρα, συμφωνεί με τον Αγαμέμνωνα ότι δεν φταίει αυτός αλλά ο Δίας. Και οι δύο έχουν  υπογράψει τον θάνατο τους με αυτόν τον άστοχο ισχυρισμό. Δεν φταίει ο θεός αν εμείς υποκύψουμε στον πειρασμό.
 Οι στρατιώτες τρώνε και ετοιμάζονται για τον πόλεμο. Ο Αχιλλέας φοράει τα άρματα του και ετοιμάζει τα άλογα του για να μπει στην μάχη. Μπροστά κάθεται ο ηνίοχος του ο Αυτομέδων κι οπίσω ανέβη ολόλαμπρος ως ήλιος ο Αχιλλέας κι εφώναξε τρομακτικά στους ίππους του πατρός του.
 Ο Αχιλλέας φωνάζει στα άλογα του και τους λέει να τον γυρίσουν πίσω και να μην τον αφήσουν όπως τον Πάτροκλον νεκρό στο πεδίο της μάχης. Τότε του απάντησε ο Ξάνθος, το ένα άλογο του, που του έδωσε φωνή η θεά Ήρα. «Για τώρα θα σε σώσουμε Αχιλλέα αλλα είναι κοντα η ώρα σου, δεν φταίμε εμείς αλλά είναι μέγας θεός ο αίτιος και ανίκητη η μοίρα. Όπως και τον Πάτροκλον τον φόνευσεν ο εξαισιος των θεών ο Φοίβος, κι έδωσε στον Έκτορα την δόξα.»
 «Προμαντεύεις Ξάνθε, σεμένα τον θάνατον, και μόνος το γνωρίζω, ότι να πέσω εδώ μακράν των ποθητών γονέων η μοίρα μου διώρισεν, αλλά όμως δεν θα παύσω πριν ή τους Τρώας αρκετά στην μάχην τρικυμίσω.»
 Είπε κι εκίνα με κραυγήν τα δυνατά πουλάρια.

 Αυτή είναι η κραυγή του ήρωα που συγγινεί τους ανθρώπους. Η κραυγή μιας ψυχής που γνωρίζει το μέλλον, γιατί φόβος είναι η άγνοια του μέλλοντος και τρόμος είναι η προσδοκία του κακού. 


Αχιλλέας ήρωας των Ελλήνων Αθάνατος.


ΒΑΣΙΛΑΚΗΣ Φ. ΝΕΚΤΑΡΙΟΣ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου