Παρασκευή 31 Ιανουαρίου 2020

ΟΙ ΑΣΑΜΩΝΑIΟΙ ΒΑΣΙΛΙΑΔΕΣ ΤΗΣ ΙΕΡΟΥΣΑΛΗΜ


ΟΙ ΑΣΑΜΩΝΑIΟΙ ΒΑΣΙΛΙΑΔΕΣ ΤΗΣ ΙΕΡΟΥΣΑΛΗΜ



1) Ο  αρχιερέας Ιωάννης Υρκανός A’ (135-104)

 Ο Ιωάννης ο Υρκανός ήταν γιος του Σίμωνα, του τελευταίου από τα αδέρφια του Ιούδα του Μακκαβαίου. Κατάφερε να κρατήσει την Ιερουσαλήμ επί τριανταπέντε χρόνια, ενώ γύρω του οι Μακεδόνες βασιλιάδες αλληλοσκοτωνόταν. Ο Ιωάννης ήταν ο μακροβιότερος αρχιερέας που προήλθε από την επανάσταση των Μακκαβαίων και αυτό οφείλετε στο ότι σύναψε σχέσεις με τους ελληνιστές Ιουδαίους και κυβέρνησε σαν βασιλιάς την χώρα.  
 Άνοιξε τον τάφο του Δαυίδ κι έτσι εξοικονόμησε αρκετά χρήματα για να καλύψει τα στρατιωτικά έξοδα. Πρώτα απ΄ όλα είχε να αντιμετωπίσει τους Ιουδαίους οι οποίοι μόλις ελευθερώθηκαν από τους Μακεδόνες άρχισαν να επαναστατούν εναντίον εκείνου που υποτίθεται ότι τους είχε ελευθερώσει από την εξουσία των Ελλήνων.
 «Ιδιαίτερα εχθρικοί απέναντι του ήταν οι Φαρισαίοι. Τόσο μεγάλη είναι η επιρροή τους στις μάζες ώστε ακόμη και όταν μιλούν εναντίον βασιλιά ή αρχιερέα, γίνονται αμέσως πιστευτοί. Ο Υρκανός υπήρξε μαθητής τους, και τον αγαπούσαν πολύ. Κάποτε όμως τον κατηγόρησαν ότι δεν έπρεπε να είναι ιερέας γιατί η μητέρα του ήταν αιχμάλωτη στη διάρκεια της βασιλείας του Αντιόχου του Επιφανή. Τότε κάποιος Ιωννάθης από την αίρεση των Σαδδουκαίων που έχουν ενάντιες απόψεις από αυτές των Φαρισαίων, του είπε ότι όλοι οι Φαρισαίοι είχαν συνεννοηθεί να τον κατηγορήσουν. Έτσι ο Ιωάννης άλλαξε στρατόπεδο και ακολούθησε τους Σαδδουκαίους».
 Αυτά ιστορεί ο Ιώσηπος, θέλοντας προφανώς να κρύψει την αλήθεια. Τα ζητήματα που διαφωνούσαν οι Ιουδαίοι ήταν πάντα σχετικά με τα έθιμα και την σχέση τους με τους Έλληνες. Οι Σαδδουκαίοι τους οποίους συνήθως κατηγορεί ο Φαρισαίος Ιώσηπος ήταν η φιλελληνική μερίδα των Ιουδαίων. Ο Ιωάννης συντάχθηκε με τους ελληνιστές αφήνοντας τους Φαρισαίους. Ο Ιώσηπος όμως θεωρεί ότι οι διαφορές τους ήταν μόνο ιδεολογικές. Διαβάστε πως περιγράφει τις αιρέσεις της εκείνης της εποχής.
Εκείνη την εποχή στην Ιουδαία υπήρχαν τρεις αιρέσεις. Οι Φαρισαίοι που πίστευαν ότι κάποια και όχι όλα είναι αποτέλεσμα της ειμαρμένης ενώ κάποια εξαρτώνται από εμάς, οι Εσσηνοί που πίστευαν ότι όλα εξαρτώνται από την ειμαρμένη και οι Σαδδουκαίοι που πίστευαν ότι όλα εξαρτώνται από το χέρι μας, ώστε εμείς οι ίδιοι είμαστε υπεύθυνοι για τα αγαθά μας και υποφέρουμε τα χειρότερα από την αβουλία μας”.
 Οι Φαρισαίοι ήθελαν πάντα να κυβερνούν εκείνοι τον λαό, σύμφωνα με την επιθυμία τους αλλά και σύμφωνα με την θεϊκή προσταγή, οι Εσσαίοι μόνο σύμφωνα με την θεϊκή προσταγή, ενώ οι Σαδδουκαίοι δεν ανακάτευαν τον θεό στα πολιτικά και τα κοινωνικά ζητήματα. Οι Φαρισαίοι θέλοντας να διατηρήσουν ένα μέρος τουλάχιστον της εξουσίας, αφού έβλεπαν τον Ιωάννη με τους γιους του να ενδυναμώνετε τόσο ώστε να μην χρειάζεται πλέον την βοήθεια τους, του πρότειναν να αναλάβει την διοίκηση αλλά να αφήσει την ιεροσύνη με το πρόσχημα ότι η μητέρα του ήταν αιχμάλωτη. Η κατηγορία όμως αυτή, έμμεσα απευθύνεται και σε όλους τους Ασαμωναίους που διετέλεσαν βασιλείς και αρχιερείς.
 Είναι γεγονός ότι δεν γνωρίζουμε τι ακριβώς συνέβη και τι προκάλεσε αυτή την μεγάλη αλλαγή. Πέρα όμως από τις πολιτικές καταστάσεις είναι σίγουρο ότι η άνθιση της φιλοσοφικής αίρεσης του Επίκουρου συνέβαλε στην διαμόρφωση των Σαδδουκαίων. Οι Επικούρειοι φιλόσοφοι, αντίθετα με τους Στωικούς και τους Πλατωνικούς δεν πιστεύουν στην Μοίρα και την Θεία Πρόνοια. Όπως λέει ο Ιώσηπος για τους Σαδδουκαίους, πιστεύουν στην ελεύθερη βούληση του ανθρώπου.
 Ο καθηγητής Θεοδωρίδης αναφέρει στο βιβλίο του για τον Επίκουρο, ότι: “ο Επικουρικός Φιλωνίδης, από την Λαοδίκεια της Συρίας, ήταν άνθρωπος κοσμικός, με μεγάλη δράση, πολυγράφος, ευνοούμενος του Αντίοχου Δ΄ του Επιφανή (175-164), τον οποίο μύησε στον Επικουρισμό. Ερχόταν συχνά στην Αθήνα και είχε  επαφές όχι μόνο με τους οπαδούς της σχολής του αλλά και με τους κορυφαίους των άλλων σχολών”.
 Σαν φλόγα σε ξερά χόρτα απλώθηκε ο Επικουρισμός στις χώρες του παλαιού πολιτισμού και κατάντησε μέσα στην Αθήνα προϊστάμενοι είτε ξεχωριστές φυσιογνωμίες του Κήπου να είναι Τύριοι, Σιδώνιοι, Λαοδικιώτες και Γαδαρηνοί. Το ίδιο σε μεγαλύτερη κλίμακα έγινε και στις άλλες σχολές. Της Στωικής ακόμη και ο ιδρυτής ο Ζήνων ήταν Φοίνικας”.
 Η Επικουρική Σχολή, που από προέλευση και διάθεση ήταν ελληνική, δεν μπόρεσε με την αλλαγή των συνθηκών να αντισταθεί τελικά στο ξενικό ρεύμα, που κατάκλυσε την ελληνική παιδεία με βαρύτατες συνέπειες. Ο διάδοχος του Αθηναίου Διονυσίου, είναι Σύρος, ο Βασιλείδης από την Τύρο (180-150). Παράλληλα προβάλει ο Φιλωνίδης από την Λαοδίκεια, που αν δε διαδέχτηκε τον Βασιλείδη, ήταν από τους πιο σημαντικούς εκπροσώπους της Σχολής αυτή την εποχή. Η ακμή του πέφτει από το 170 - 150
 Ο Φιλωνίδης έδρασε τα χρόνια της επανάστασης των Μακκαβαίων, όταν ο βασιλιάς Αντίοχος Δ΄ έκανε τον Ιάσονα αρχιερέα. Από το 150 μέχρι το 120 π.Χ. έδρασε ο Επικουρικός φιλόσοφος Απολλόδωρος ο Αθηναίος, ο οποίος έγινε γνωστός ως Κηποτύρανος, επειδή εξαιτίας της μεγάλης δράσης του, εξουσίασε την Σχολή. Λέγεται ότι έγραψε πάνω από τετρακόσια βιβλία. Βέβαια σήμερα δεν υπάρχει ούτε ένα φύλο.
 Οι Σαδδουκαίοι είναι οπαδοί της Επικουρικής φιλοσοφίας και αυτό το γνωρίζει πολύ καλά ο Ιώσηπος. Ισχύουν για τους Σαδδουκαίους όσα γράφει για τους Επικούρειους ο καθηγητής Θεοδωρίδης. “Οι μεγαλουπόλεις, όπως η Αντιόχεια, η Αλεξάνδρεια, η Ιερουσαλήμ, η Ρώμη, με το δραστήριο εμπόριο και με την αχτινοβολία τους, κατοικήθηκαν από πολυάριθμους ευκατάστατους επιχειρηματίες, που ποθούσαν μάθηση κι άπλωναν τα χέρια τους να την πάρουν απ΄όπου μπορούσαν. Οι τάξεις εκείνες, υποστηριγμένες από τους βασιλιάδες, έκαναν αγώνα ενάντια στους γεωχτήμονες, που εξουσίαζαν ως τότε ολόκληρη την ζωή. Οι αντιδραστικές τάξεις, αντίθετα, στήριγμα τους είχαν τη μεγάλη ιδιοκτησία και δίπλα την παράδοση, την θρησκεία και τα ντόπια έθιμα.”
 Ο ελληνικός πολιτισμός προσέλκυσε τους ανθρώπους και δεν επιβλήθηκε με την βία όπως ύστερα έγινε με τον χριστιανικό πολιτισμό. Οι κάτοικοι της Ιουδαίας τον καιρό του Ιωάννη ήταν μοιρασμένοι σε Επικούρειους και Στωικούς, δηλαδή Σαδδουκαίους και Φαρισαίους. Οι Φαρισαίοι στηριζόταν στα πλήθη των χωρικών που μιλούσαν την αραμαϊκή και οι Σαδδουκαίοι στους αστούς, οι οποίοι μιλούσαν την ελληνική γλώσσα. Έτσι οι Φαρισαίοι διέθεταν μεγάλο αριθμό αγύμναστων πολεμιστών, ενώ οι Σαδδουκαίοι άφθονο χρήμα, μισθοφόρους, τεχνολογία και καλύτερες δημόσιες σχέσεις.
 Παρότι προέρχονται από την “αντίσταση”, οι Ασαμωναίοι αρχιερείς και βασιλιάδες, απόγονοι των Μακκαβαίων, νιώθοντας τον ελληνορωμαϊκό κόσμο να κυκλώνει και να πιέζει από όλες τις μεριές την μικρή τους κοινότητα, σκέφτηκαν ότι ήταν πιο έξυπνο να συνάψουν σχέσεις μαζί τους, χωρίς όμως να κάνουν καμία παραχώρηση”, γράφει ο Ντανιέλ Ροπς στο βιβλίο για την καθημερινή ζωή στην Παλαιστίνη. Αυτό όμως είναι το όνειρο κάθε ευσεβή Ιουδαίου συγγραφέα και όχι η πραγματικότητα. Και βέβαια ήταν πιο έξυπνο να συνάψουν σχέσεις με τους Έλληνες χωρίς να κάνουν ούτε μία παραχώρηση, αλλά η αλήθεια είναι ότι επρόκειτο περί προσχώρησης στον ελληνικό πολιτισμό. Αυτό το γεγονός ο Φλάβιος Ιώσηπος και πολλοί σύγχρονοι ιστορικοί δεν μπορούν να το αποδεχτούν ακόμη κι αν αποδεικνύεται τελικά από τα ευρήματα των ανασκαφών.
 Πάντως τα παιδιά του Ιωάννη ονομάζονται Αριστόβουλος, Αντίγονος και Αλέξανδρος, πράγμα που σημαίνει ότι είχε παντρευτεί κάποια ελληνίδα πριγκίπισσα, κάτι που ο Ιώσηπος φρόντισε να το κρύψει. Ποια ήταν η γυναίκα του Σίμωνα; Ο Ιώσηπος που γνωρίζει τον παππού του πρώτου επαναστάτη Ματταθία, δεν ξέρει τίποτα για την γυναίκα του Σίμωνα. Η παραμονή του Ιωάννη στην εξουσία επί τριανταπέντε χρόνια δεν οφείλετε στην δύναμη των επαναστατών και των Φαρισαίων αλλά στην συμμαχία του με την αριστοκρατική τάξη των Ελληνιστών Σαδδουκαίων. Γι΄ αυτό ο Φαρισαίος Ιώσηπος φροντίζει να τον κατηγορήσει ότι άνοιξε τον τάφο του Δαυίδ, γεγονός που είναι η μεγαλύτερη κατηγορία εναντίον Ιουδαίου βασιλιά.
 «Ο Ιωάννης ο Υρκανός αποχώρησε από τους Φαρισαίους και συντάχθηκε με το κόμμα των Σαδδουκαίων, καταργώντας τους κανονισμούς που είχαν θεσπίσει οι Φαρισαίοι και μάλιστα τιμωρούσε όσους τους ακολουθούσαν». Οι Φαρισαίοι λέει ο Ιώσηπος παρέδωσαν στον λαό κάποιους κανόνες που είχαν παραδοθεί από τους πατέρες αλλά που δεν αναφερόταν από τον Μωυσή και γι΄αυτό οι Σαδδουκαίοι τους απέρριπταν. Οι νέοι ετούτοι κανόνες προέρχονται από τον καιρό της Περσικής κυριαρχίας και είναι γραμμένοι στην αραμαϊκή γλώσσα. Βέβαια ο Ιησούς Χριστός λέει στο ευαγγέλιο του Ιωάννη ότι ακόμη και η περιτομή δεν είναι από το νόμο του Μωυσή αλλά από τους πατέρες. Ο Ιωάννης πολέμησε πάντως τους υποκριτάς Φαρισαίους, έσβησε την επανάσταση και κυβέρνησε σαν ελληνιστής αρχιερέας επί τριανταπέντε χρόνια. 

2) Ο βασιλιάς Αριστόβουλος Ιούδας Α΄ (104-103)


Νόμισμα του Βασιλέως Αριστοβούλου

 Μετά τον θάνατο του αρχιερέα Ιωάννη, ο μεγάλος του γιος ο Αριστόβουλος παντρεύτηκε την Αλεξάνδρα Σελήνη και μετατρέποντας το πολίτευμα σε βασιλεία, έγινε ο πρώτος βασιλιάς της ελληνιστικής δυναστείας των Ασαμωναίων. Ο Αριστόβουλος που ονομαζόταν από τους Ιουδαίους και Ιούδας, ήταν ο πρώτος που φόρεσε το στέμμα στο κεφάλι του. Από αυτόν τον Ιούδα κατάγονται οι βασιλιάδες της Ιερουσαλήμ και όχι από τον Ιούδα τον γιο του Ιακώβ της παλαιάς διαθήκης.
 Ο βασιλιάς Δαβίδ λέγεται ότι ήταν ο πρώτος που φόρεσε το βασιλικό στέμμα των Ιουδαίων. Μέχρι τότε κυβερνούσαν οι Κριτές, που στα αρχαία εβραϊκά τους έλεγαν σοφεντείμ. Οι προφήτες αυτοί αντιστάθηκαν στον βασιλιά Δαβίδ, όπως και οι Φαρισαίοι αντιστάθηκαν στην βασιλεία του Αριστοβούλου.
 Μεταξύ των Εβραίων της παλαιάς διαθήκης υπήρχε ανέκαθεν ο διαχωρισμός της φυλής του Ιούδα από το υπόλοιπο Ισραήλ. Στην βίβλο φαίνεται η προσπάθεια να ταυτιστούν ο Ιακώβ και ο Ισραήλ σε ένα άνθρωπο και η φυλή του Ιούδα με τις δώδεκα φυλές του Ισραήλ. Κάτι τέτοιο όμως δεν επιτεύχθηκε ποτέ. Το βασίλειο της Ιουδαίας ιδρύθηκε από τον Δαβίδ, ο οποίος και επέλεξε ως πρωτεύουσα του την Ιερουσαλήμ. Την Ιερουσαλήμ είχε ιδρύσει σύμφωνα με την βίβλο και τον Ιώσηπο ο βασιλιάς Μελχισεδέκ. Η επιστολή προς Εβραίων θα υποστηρίξει ότι ο Ιησούς Χριστός δεν κατάγεται από την φυλή του Ιούδα αλλά είναι αρχιερέας σύμφωνα με την τάξη Μελχισεδέκ, σύμφωνα δηλαδή με την τάξη των βασιλιάδων της Ιερουσαλήμ! 
 Ο Δαβίδ χρίστηκε αρχικά βασιλέας μόνο της Ιουδαίας στην Χεβρώνα κι έπειτα μπήκε στην Ιερουσαλήμ όπου και ανακηρύχθηκε για πρώτη φορά βασιλιάς των Ιουδαίων και όλου του Ισραήλ. Αφού κυριάρχησε επί των φυλών του Ισραήλ, έκανε απογραφή των κατοίκων και των περιουσιών και επέβαλε φόρους. Οι Ιουδαίοι φυσικά δεν φορολογήθηκαν από τον Δαυίδ. Μετά την βασιλεία του Σολομώντα, οι Ισραηλίτες αποστάτησαν από τους βασιλιάδες του Ιούδα και με πρωτεύουσα την Σαμάρεια ίδρυσαν το δικό τους βασίλειο.
 Ο Δαυίδ ήταν ο πρώτος βασιλιάς των Ιουδαίων που έχτισε παλάτι φτιάχνοντας βασιλική αυλή με σοφούς και ιερείς και ο πρώτος που έβαλε την “σκηνή του Κυρίου” στην Ιερουσαλήμ. Ο προκάτοχος του ο Σαούλ, ζούσε ακόμη στις σκηνές και κυβερνούσε σαν ένας απλός δικαστής, όπως παλαιότερα οι Κριτές. Η σύντομη βασιλεία του Αριστοβούλου μπορεί να συγκριθεί με την βασιλεία του Δαβίδ κι έτσι ακριβώς την εξέλαβαν οι ελληνιστές Ιουδαίοι.
 Η πολιτική αλλαγή που συνέβη στην Ιουδαία ακριβώς στο τέλος του δεύτερου αιώνα προ Χριστού, οφείλετε στην αλλαγή στάσης του αρχιερέα Ιωάννη, ο οποίος άφησε τους Φαρισαίους και τους Ρωμαίους και συντάχθηκε με τους Έλληνες. Ακριβώς η ίδια αλλαγή είχε συμβεί και επί βασιλέα Δαβίδ, αφού κι εκείνος στράφηκε στους Φιλισταίους για βοήθεια.
 Ο Αριστόβουλος Α΄ έβαλε την κορώνα στο κεφάλι του, γιατί η γυναίκα του Αλεξάνδρα Σελήνη προερχόταν από βασιλική οικογένεια. Κανείς δεν μπορούσε να γίνει βασιλιάς αν δεν καταγόταν από βασιλική γενιά ή αν δεν παντρευόταν κάποια βασίλισσα.
 Η Μακεδονική βασιλική νοοτροπία του φιλέλληνα Αριστόβουλου φανερώνεται και από την στάση του μέσα στην οικογένεια. Ο Αριστόβουλος φυλάκισε την μητέρα του, και την άφησε να πεθάνει στην φυλακή, επειδή δεν αναγνώριζε την βασιλεία του. Την γυναίκα του άλλωστε είχε αφήσει ο Ιωάννης ο Υρκανός στον θρόνο ως βασίλισσα. Αν ήταν μια απλή Ιουδαία δεν θα της άφηνε ένα θρόνο που ο ίδιος δεν κατείχε.
 Ο Αριστόβουλος άφησε ελεύθερο μόνο τον Αντίγονο τον οποίο αγαπούσε τόσο πολύ, όπως γράφει ο Ιώσηπος, που τελικά τον σκότωσε γιατί υποψιάστηκε πως συνωμοτούσε εναντίον του. Ένας Εσσαίος, ονόματι Ιούδας, από εκείνους που πιστεύουν ότι όλα εξαρτώνται από την μοίρα, είχε μαντεύσει την δολοφονία του Αντιγόνου. Οι Εσσαίοι ήταν αγαπητοί στους δυνάστες γιατί δικαιολογούσαν τα ανθρώπινα λάθη, τις κακίες και τις συμφορές με την πίστη τους στη μοίρα. Μοιραίο ήταν όπως φαίνεται, μετά από τρία μόνο χρόνια, ο πρώτος βασιλιάς των Ασαμωναίων να πέσει βαριά άρρωστος και να πεθάνει το 101 π.Χ.


3) Ο βασιλιάς Αλέξανδρος Α΄ ο Ιαναίος (104-76)




 Τον Αριστόβουλο διαδέχθηκε ο αδερφός του, ο Αλέξανδρος Ιαναίος (Ιωάννης). Η χήρα του Αριστοβούλου, έβγαλε από την φυλακή τα αδέρφια του πρώην άνδρα της και παντρεύτηκε τον Αλέξανδρο, κάνοντάς τον βασιλιά. Ο Αλέξανδρος Α΄ ο Ιαναίος, είναι ο προπάππους της Μαρίας, της μητέρας του Αλεξάνδρου Γ΄, και άφησε εποχή στην ιστορία της Ιουδαίας.
 Ο πατέρας του, ο Ιωάννης Υρκανός δεν τον συμπαθούσε και είχε επιλέξει από την αρχή τα αδέρφια του Αριστόβουλο και Αντίγονο για να κυβερνήσουν. Ο Υρκανός, γράφει ο Ιώσηπος, δεν συμπαθούσε τον Αλέξανδρο γιατί του φανερώθηκε στον ύπνο του ο θεός και όταν εκείνος τον ρώτησε ποιος από τους δύο γιους του, ο Αριστόβουλος ή ο Αντίγονος θα βασίλευε, ο θεός του απάντησε πως βασιλιάς θα γίνει ο Αλέξανδρος. Ο Υρκανός μισούσε γι΄ αυτό τον λόγο τον γιο του και τον έστειλε στην Γαλιλαία να μεγαλώσει μόνος του, μακριά από την οικογένεια του. Ο  Υρκανός λέγεται ότι δεν είδε ποτέ τον γιο του.
 Γι΄ αυτό τον λόγο οι Γαλιλαίοι υποστήριζαν ανέκαθεν την γενιά του Αλεξάνδρου. Στην Γαλιλαία βρισκόταν κυρίως οι υποστηρικτές τους κι εκεί βρισκόταν το Αλεξάνδρειο φρούριο. Ίσως πήραν το όνομα τους οι Ασαμωναίοι, από το ψηλό και απόκρημνο βουνό που βρισκόταν στην Γαλιλαίας, το οποίο ονομαζόταν Ασαμών.
 Η αναφορά του Ιώσηπου, για την θεϊκή πρόβλεψη της βασιλείας του Ιαναίου, έχει βέβαια μεγάλη σημασία. Όλοι οι βασιλιάδες ακούνε τις προφητείες των Ναζιραίων ή των Εσσηνών αλλά μόνο ο Αλέξανδρος ο Ιαναίος προφητεύεται από τον ίδιο τον θεό. Μεταξύ των αρχαίων χειρογράφων που βρέθηκαν στο Κουμράν, οι ερευνητές ανακάλυψαν ένα απόσπασμα προσευχής στον δίκαιο βασιλιά Ιωάννη. Οι ειδικοί είναι σίγουροι πως αυτός ο βασιλιάς δεν είναι άλλος από τον Αλέξανδρο Ιανναίο.
 Ο Αλέξανδρος όμως δεν είχε καλές σχέσεις με τον λαό των Ιουδαίων οι οποίοι ξεσηκώθηκαν μάλιστα εναντίον του σε κάποια γιορτή του Πάσχα. «και καθώς στεκόταν στον βωμό και ήταν έτοιμος να θυσιάσει, του έριχναν λεμόνια, μια και στη γιορτή της σκηνοπηγίας κρατούσαν όλοι θύρσους από κλαδιά φοινίκων με λεμόνια στην κορυφή». Γι΄ αυτό το λόγο ο Ιαναίος κατασκεύασε πρώτος το κρηπίδωμα μεταξύ του λαού και του βωμού. Προφανώς οι Ιουδαίοι πετούσαν τα λεμόνια γιατί ο Ιαναίος δεν θυσίαζε κρέας ή θυσίαζε γουρούνια τα οποία εκείνοι δεν έτρωγαν και τα λεμόνια τους ήταν πλέον άχρηστα.
 «Φαίνεται ότι δεν θα κατάφερνε να αντιμετωπίσει τη συνωμοσία αυτή, αν δεν ερχόταν να τον βοηθήσουν οι Έλληνες μισθοφόροι του, από την Πισιδία και την Κιλικία. Αφού έσφαξε έξι χιλιάδες από τους εξεγερμένους επιτέθηκε εναντίον της Αραβίας», γράφει ο Ιώσηπος.
 Ο βασιλέας Δαυίδ απέκτησε το βασίλειο της Ιερουσαλήμ με ένα μισθοφορικό στρατό Φιλισταίων. Όταν τον καταδίωκε ο Σαούλ, ο Δαβίδ είχε καταφύγει στους Φιλισταίους, όπου βρήκε συμμάχους και υποστηρικτές. Με τον ίδιο τρόπο ο Ιαναίος προσπαθούσε να επιβληθεί στους φανατικούς Ιουδαίους χρησιμοποιώντας Έλληνες μισθοφόρους. Ο Φλάβιος Ιώσηπος και πολλοί άλλοι ιστορικοί δεν ξεχωρίζουν τις δύο αντίπαλες Ιουδαϊκές παρατάξεις, εξαιτίας της υπερβολικής τους ευσέβειας απέναντι στον λαό του θεού. Όμως ο λαός του θεού ήταν δύο διαφορετικοί λαοί από τον καιρό του Μωυσή και του Δαυίδ και συνέχισαν να υπάρχουν ως δύο λαοί τον καιρό της βασιλείας του Αλεξάνδρου Ιαναίου.
 Ο Φλάβιος Ιώσηπος γράφει πως λαός των Ιουδαίων ξεσηκωνόταν συνεχώς εναντίον του βασιλιά Ιαναίου. Εννοεί βέβαια ότι ο ξεσηκωμένους από τους Φαρισαίους αγροτικός πληθυσμός επαναστατούσε εναντίον του Ιουδαίου βασιλιά. Το Πάσχα όταν όλοι οι χωρικοί μαζευόταν στην Ιερουσαλήμ, ήταν η καλύτερη ευκαιρία για επίθεση στα βασιλικά παλάτια και τον ναό.
 Μέσα σε έξι χρόνια ο Αλέξανδρος Ιαναίος σκότωσε όχι λιγότερους από πενήντα χιλιάδες Ιουδαίους. Οι Ιουδαίοι λοιπόν στράφηκαν προς τον Μακεδόνα βασιλιά Δημήτριο, ο οποίος προσβλέποντας στην κατάκτηση της Ιουδαίας ανταποκρίθηκε στο κάλεσμα του. Έτσι οι Ιουδαίοι συμπαρατάχτηκαν με τον στρατό του Δημητρίου κι ετοιμάστηκαν να πολεμήσουν τον βασιλιά της Ιουδαίας Αλέξανδρο Ιαναίο.
 «Πριν συγκρουστούν οι δύο βασιλείς φώναζαν προσπαθώντας να προσεταιριστούν τους αντιπάλους τους. Ο Δημήτριος ήλπιζε να κινήσει σε αποστασία τους Έλληνες μισθοφόρους του Αλεξάνδρου και ο Αλέξανδρος τους Ιουδαίους του Δημητρίου. Αλλά όταν είδαν ότι δεν σίγαζε το μίσος των Ιουδαίων και ότι ούτε οι Έλληνες εγκατέλειπαν την πίστη τους, άρχισαν τον πόλεμο».
 Μετά από αυτή την μάχη, ο θυμός του Αλεξάνδρου ήταν τόσο μεγάλος ώστε «σταύρωσε στην μέση της πόλης οκτακόσιους από τους ομήρους του και κατάσφαξε μπρος τα μάτια τους τις γυναίκες και τα παιδιά τους, ενώ αυτός κοίταζε, πίνοντας με τις παλλακίδες τριγύρω του. Ήταν τόσο μεγάλος ο φόβος του λαού που την επόμενη νύχτα οκτώ χιλιάδες από την αντίπαλη παράταξη κατέφυγαν σε ένα βουνό έξω από την Ιουδαία κι έμειναν εκεί μέχρι τον θάνατο του Αλεξάνδρου».
 Ο Αλέξανδρος κατάφερε να σταθεροποιήσει το βασίλειο της Ιουδαίας και να το αναδείξει ως ένα από τα ισχυρότερα κράτη στην περιοχή. Η βασίλισσα Κλεοπάτρα, καταδίωκε εκείνο τον καιρό τον γιο της Πτολεμαίο, ο οποίος είχε καταλάβει την Κύπρο, συμμαχώντας με τον Αλέξανδρο. Η Κλεοπάτρα έστειλε τους δύο Ιουδαίους στρατηγούς της, Χελκία και Ανανία να πολεμήσουν τον Ιουδαίο βασιλιά. Οι Ιουδαίοι στρατηγοί έπεισαν την βασίλισσα της Αιγύπτου να συμφιλιωθεί μαζί του. Οι Ιουδαίοι αυτοί που υποστήριζαν την Κλεοπάτρα, προερχόταν από τον ελληνιστικό Ιουδαϊκό ναό που είχε χτίσει ο Ονίας στην Ηλιούπολη. Ο Ιώσηπος γράφει ότι όπως και ο Στράβωνας αναφέρει, μόνο οι Ιουδαίοι του Ονία βοηθούσαν την Κλεοπάτρα.
 Ο Αλέξανδρος Ιαναίος ως πραγματικά αυτόνομος βασιλιάς έκοψε νομίσματα που από την μία όψη έφεραν το οκτάκτινο μακεδονικό αστέρι και το όνομα του γραφόταν με ελληνικά γράμματα. Πέθανε τελικά έχοντας βασιλέψει είκοσι εφτά χρόνια, το 74 π.Χ.



4) Η βασίλισσα Αλεξάνδρα Σαλίνα (76-67)


Το γενέθλιον του Ιωάννου του Προδρόμου

 Ο Αλέξανδρος άφησε το βασίλειο του στην γυναίκα του Αλεξάνδρα, αναφέρει ο Ιώσηπος. Είναι λοιπόν προφανές ότι η βασιλεία των Ασαμωναίων προέρχεται από τις γυναίκες, από την άγνωστη γυναίκα του Σίμωνα και από την Αλεξάνδρα Σελήνη. Ο Ιώσηπος γράφει ότι οι Ιουδαίοι ονόμαζαν την Αλεξάνδρα, Σαλίνα. Όμως αυτό είναι ένα από τα πολλά ψέματα του. Οι Ιουδαίοι ονόμαζαν την Αλεξάνδρα Σαλώμη και με αυτό το όνομα είναι γνωστή στα κείμενα των ραβίνων. Το όνομα Σελήνη είχαν αρκετές πριγκίπισσες των Πτολεμαίων. Είναι γνωστή η Κλεοπάτρα Σελήνη που έζησε εκείνο τον καιρό.
 Η Αλεξάνδρα είχε δυο γιους με τον Αλέξανδρο, τον Ιωάννη Υρκανό Β΄ και τον Αριστόβουλο Β΄. Διόρισε τον Υρκανό, ως αρχιερέα και τον Αριστόβουλο, που ήταν ευέξαπτος, όπως γράφει ο Ιώσηπος, τον περιόρισε σε ιδιωτική ζωή..
 Η βασίλισσα Αλεξάνδρα κυβέρνησε τα δύσκολα χρόνια που ακολούθησαν των μεγάλων Μιθριδατικών πολέμων. Ο τελευταίος αιώνας προ Χριστού είναι ο αιώνας της δολοφονίας και της εξόντωσης των Ελλήνων βασιλιάδων της ανατολής. Οι Μακεδόνες βασιλιάδες της Αντιόχειας, της Αλεξάνδρειας, της Περγάμου και πολλοί άλλοι ακόμη, ήταν όλοι τους Θεοί Σωτήρες, Θεοί Φιλάδελφοι, Θεοί Φιλοπάτορες, πάντως πάντα Θεοί. Ωστόσο συχνά δεν ξέφευγαν τον θάνατο, αν έπεφταν στα χέρια των Ρωμαίων.
 Οι Ρωμαίοι εμφανίσθηκαν ως οι λυτρωτές των Ελλήνων, εκείνοι που θα τους ελευθέρωναν από τους Μακεδόνες θεούς βασιλιάδες, εγκαθιστώντας πραγματικά δημοκρατικά καθεστώτα στις πόλεις τους. Οι περισσότερες ελληνικές πόλεις μέχρι και τις αρχές του τελευταίου αιώνα ήταν σύμμαχοι των Ρωμαίων και όχι υποδουλωμένες στους Ρωμαίους. Ακόμη και μετά την καταστροφή της Κορίνθου (146 π.Χ.), οι περισσότερες ελληνικές πόλεις ήταν ελεύθερες και δεν πλήρωναν φόρο στους Ρωμαίους, όπως αναφέρει ο ιστορικός Παπαρηγόπουλος.
 Ο πόλεμοι που συγκλόνισαν τον κόσμο τις αρχές του τελευταίου αιώνα ονομαζόταν Μιθριδατικοί. Οι πόλεμοι αυτοί ήταν η μεγαλύτερη επανάσταση που έγινε εναντίον της Ρωμαϊκής κυριαρχίας. Ο Μιθριδάτης Στ΄ ήταν απόγονος ενός εξελληνισμένου Πέρση με το ίδιο όνομα, φίλου του Μακεδόνα βασιλιά και σωτήρα Δημητρίου του Πολιορκητή. Ο Πλούταρχος αναφέρει στον βίο του Δημητρίου, πως όταν ο Δημήτριος κατάλαβε ότι ο πατέρας του, ο βασιλιάς σωτήρας Αντίγονος, είχε σκοπό να σκοτώσει τον Μιθριδάτη, επειδή δεν μπορούσε να του μιλήσει μπροστά στους άλλους, έγραψε με το δόρυ του στην γη, “φεύγα Μιθριδάτα”. Έτσι γλίτωσε ο πρώτος Μιθριδάτης, που οι Πέρσες τον ονόμαζαν Αρσάκη, και κυβέρνησε στο βασίλειο του Πόντου.
 Ο Μιθριδάτης ΣΤ΄ ο Ευπάτωρ ξεκίνησε τον πόλεμο εναντίον των Ρωμαίων και νίκησε τον στρατηγό Λούκουλλο, γνωστό για τα Λουκούλλεια γεύματά του, σε μια μεγάλη μάχη το 86 π.Χ. στην Μικρά Ασία. Την αρχή της επαναστάσεως, ο Μιθριδάτης διέταξε να σκοτώνουν κάθε Ρωμαίο πολίτη όπου και μόλις τον έβλεπαν, ώστε να μην μείνει κανένας Ρωμαίος στην ανατολή. Σε μία μέρα σκοτώθηκαν πάνω από 80.000 Ρωμαίοι. Στο πλευρό του Μιθριδάτη στάθηκαν πολλές ελληνικές πόλεις και νησιά, όπως η Αθήνα, η Δήλος, η Χίος, η Κρήτη αλλά και βασιλιάδες της Μικράς Ασίας, όπως και ο βασιλιάς της Αρμενίας Τιγράνης. 
 Οι πόλεμοι του Μιθριδάτη έφεραν το αντίθετο αποτέλεσμα από εκείνο που προσδοκούσαν. Οι Ρωμαίοι τον νίκησαν και ο Μιθριδάτης κατέφυγε στην Αρμενία του βασιλιά Τιγράνη, όπου αυτοκτόνησε, το 66 π.Χ. Οι Ρωμαίοι είχαν λοιπόν ανάγκη την συμμαχία του Ιουδαϊκού βασιλείου, πράγμα που επιδίωξαν συνεργαζόμενοι με τους παραδοσιακούς συμμάχους τους.
 «Γύρω από την Αλεξάνδρα αναπτύχθηκαν αποκτώντας όλο και περισσότερη εξουσία, οι Φαρισαίοι, μια ομάδα Ιουδαίων που θεωρούνται ότι τηρούν αυστηρότερα και με μεγαλύτερη ακρίβεια τις εντολές της θρησκείας και του νόμου. Οι Φαρισαίοι εκμεταλλευόμενοι την αφέλεια της έγιναν μετά από λίγο οι πραγματικοί διοικητές του κράτους, έχοντας το ελεύθερο να καταδιώκουν και να ανακαλούν, να λύνουν και να δένουν όποιον θέλουν. Με λίγα λόγια οι Φαρισαίοι απολάμβαναν βασιλική εξουσία
 «Έτσι λοιπόν καταδίκασαν σε θάνατο τον Διογένη, ένα εξέχοντα άνδρα, φίλο του Αλεξάνδρου Ιαναίου, κατηγορώντάς τον ότι είχε συμβουλέψει τον βασιλιά να σταυρώσει τους οκτακόσιους ομήρους».
 Ο Ντανιέλ Ροπς γράφει ότι “η βασιλεία της Αλεξάνδρας Σαλώμης σημαδεύτηκε από μια αντιδραστική ενέργεια των Φαρισαίων, καθώς παραγέμισαν με προνόμια το Σαχεντρίν (Συνέδριο) των φίλων τους, των διδασκάλων του Νόμου, οι οποίοι για να δείξουν την ευγνωμοσύνη τους παρουσίασαν την βασιλεία αυτής της μισοειδωλολάτρισσας και εύκολης καλλονής σαν παραδεισένια εποχή, όπου τα σπυριά του κριθαριού ήταν χοντρά σαν κουκούτσια ελιάς και οι φακές σαν χρυσά δηνάρια.” .
 Οι  Φαρισαίοι την εποχή της βασίλισσας Αλεξάνδρας, άρχισαν να καταδικάζουν ένα τους φίλους του Αλεξάνδρου Ιαναίου, πράγμα που δεν άφησε ασυγκίνητο τον Αριστόβουλο, ο οποίος πολέμησε τους Φαρισαίους που συντάχθηκαν με τον αρχιερέα Ιωάννη και πολύ γρήγορα πήρε στα χέρια του τον έλεγχο όλων των φρουρίων. Η Αλεξάνδρα έμεινε στον θρόνο για εφτά χρόνια μέχρι το 67 π.Χ., την χρονιά δηλαδή που οι Ρωμαίοι κατέλαβαν την Κρήτη.

5) Ο βασιλιάς Αριστόβουλος Ιούδας Β΄ (67-63)

 Ο Αριστόβουλος Β΄ γεννήθηκε αυτή την πολύ δύσκολη εποχή για τους ελληνιστές βασιλιάδες. Οι Ρωμαίοι κυριαρχούσαν ήδη στην Μεσόγειο και διεύθυναν τις τύχες του κόσμου. Οι σύμμαχοι των Ρωμαίων οι Φαρισαίοι κύκλωναν την Αλεξάνδρα και διοικούσαν την χώρα όπως ήθελαν. Ο Αριστόβουλος δεν άντεχε να βλέπει τους εχθρούς του πατέρα του να κυκλοφορούν στο παλάτι, διατάζοντας σαν αρχηγοί. Εγκατέλειψε έτσι την Ιερουσαλήμ και ενώθηκε με τους επαναστατημένους φίλους του πατέρα του και καταλαμβάνοντας όλα τα οχυρά αυτοανακηρύχθηκε βασιλιάς.
 Αυτό έγινε τον χρόνο που ήταν ύπατος στην Ρώμη ο Μέτελος, ο οποίος ονομαζόταν και Κρητικός, γιατί την χρονιά εκείνη είχε καταλάβει την Κρήτη. Πριν ένα χρόνο, ο πατέρας του Μάρκου Αντώνιου, του εραστή της Κλεοπάτρας, είχε προσπαθήσει να κατακτήσει την Κρήτη αλλά έχασε τον στόλο του. Αποκλήθηκε κι εκείνος κοροϊδευτικά Κρητικός.
 Ο Ιωάννης Υρκανός, κατέφυγε σε ένα φρούριο που ονομαζόταν Αντωνία, παίρνοντας μαζί του ως όμηρους την γυναίκα και τα παιδιά του Αριστόβουλου. Τα παιδιά του Αριστόβουλου ήταν ο Αλέξανδρος Β΄, ο πατέρας της βασίλισσας Μαρίας και ο Αντίγονος. Προφανώς παίρνοντας τους ως ομήρους, ο Ιωάννης έσωσε την ζωή του. Τελικά συμφώνησαν να γίνει ο Αριστόβουλος βασιλιάς, και αφού αγκαλιάστηκαν τα δύο αδέρφια, έφυγαν ο Αριστόβουλος για το παλάτι και ο Υρκανός για την οικία του Αριστόβουλου. Αυτά γράφει ο Ιώσηπος.
 Ο Ιωάννης ο Υρκανός, ο αδερφός του Αριστόβουλου κατέφυγε στον βασιλιά της Αραβίας Αρέτα, βοηθούμενος από ένα εξελληνισμένο ή σωστότερα εκρωμαϊσμένο Ιδουμαίο, τον Αντίπατρο, τον πατέρα του Μεγάλου Ηρώδη. Ετούτος ήταν φίλος του Υρκανού και εχθρευόταν τον Αριστόβουλο. Ο Νικόλας ο Δαμασκηνός ισχυρίζεται ότι ο Αντίπατρος καταγόταν “εκ των πρώτων Ιουδαίων, των εκ της Βαβυλώνος”, που ήλθαν στην Ιουδαία. “Ταύτα δε λέγει ο Δαμασκηνός, χαριζόμενος στον Ηρώδη το παιδί του”, που έγινε βασιλιάς επειδή τον βοήθησε η τύχη.
 Αυτός ο Αντίπατρος, “Αντίπας το πρώτον εκαλείτο”, και αυτό ήταν το όνομα του πατέρα του, τον οποίο ο Αλέξανδρος Ιαναίος και η βασίλισσα Αλεξάνδρα, είχαν διορίσει στρατηγό της Ιδουμαίας.
 Ο Αντίπατρος πήρε μαζί του τον Ιωάννη Υρκανό και κατέφυγαν στους Αραβες του βασιλιά Αρέτα, με τους οποίους διατηρούσε παραδοσιακή φιλία. Με την βοήθεια του Άραβα βασιλιά επιτέθηκαν στον Αριστόβουλο και τον ανάγκασαν να κλειστεί στην Ιερουσαλήμ. Άρχισαν μάλιστα την πολιορκία αμέσως ζητώντας την βοήθεια των Ρωμαίων.
 Όταν οι οπαδοί του Υρκανού κατέλαβαν την κάτω πόλη, οι Ιουδαίοι του Αριστοβούλου συγκεντρώθηκαν στον ναό και επειδή δεν είχαν ζώα για θυσίες πλήρωναν όσα χρήματα θα τους ζητούσαν για κάθε ζώο. Οι άνθρωποι του Ηρώδη πήραν τα χρήματα αλλά όπως γράφει ο Ιώσηπος δεν τους έστειλαν τίποτα για να θυσιάσουν. Στα κείμενα των ραβίνων αναφέρεται όμως ότι τους έστειλαν ένα γουρούνι, πράγμα που φανερώνει την άποψη που είχαν για τους οπαδούς των ελληνιστών βασιλιάδων οι Φαρισαίοι.
 Η βοήθεια άργησε να φθάσει, και την περίοδο του Πάσχα, πολλοί επιφανής πολίτες αναχώρησαν για την Αίγυπτο. Η πολιορκία έσπασε και ο Αριστόβουλος παρέμεινε βασιλιάς στην Ιερουσαλήμ.
 Τότε ακριβώς ένας ορισμένος αριθμός Ιουδαίων σκέφτηκε να καταφύγει σε κάποια διαιτησία. Συστήθηκε ένα “τρίτο κόμμα”, που έστειλε μια αντιπροσωπία σ΄ένα ισχυρό ξένο που βρισκόταν εκείνο τον καιρό στην Δαμασκό”. Με αυτά τα λόγια περιγράφει ο Ντανιέλ Ροπς το ξεκίνημα της Ηρωδιανής δυναστείας, όταν ο Ιωάννης Υρκανός, ο αρχιερέας της Ιουδαίας και ο Ιδουμαίος στρατηγός Αντίπατρος, ο πατέρας του Μεγάλου Ηρώδη, προσχωρούν στους Ρωμαίους, πλησιάζοντας τον Ρωμαίο στρατηγό που αποκλήθηκε Μέγας, τον Πομπήιο.
 Ο Μέγας Πομπήιος, έστειλε στην Συρία τον στρατηγό Σκαύρο, ενώ ο ίδιος καταδίωκε τον βασιλιάς της Αρμενίας Τιγράνη. Οι Ρωμαίοι είχαν καταλάβει ήδη όλα τα βασίλεια της Μικράς Ασίας και την Κρήτη και πλησίαζαν στην Παλαιστίνη. Ο Αριστόβουλος δεν είχε πλέον συμμάχους.
 Ο βασιλιάς του Πόντου Μιθριδάτης ΣΤ΄, ο οποίος είχε ξεκινήσει την επανάσταση είχε ήδη ηττηθεί, όπως και ο βασιλιάς των Αρμενίων Τιγράνης. Ο Ιώσηπος αναφέρει ότι ο Αρμένιος βασιλιάς Τιγράνης κατευθύνθηκε προς την Ιουδαία για να βοηθήσει τον Αριστόβουλο. Όμως οι Ρωμαίοι είχαν ήδη εισβάλει στην χώρα του κι έτσι επέστρεψε χωρίς να ενεργήσει υπέρ του Αριστόβουλου.
 Όταν εισέβαλε με τις λεγεώνες του στη Συρία ο Μάγνουμ Πομπήιος, ο Υρκανός και ο Αντίπατρος στάθηκαν στο πλάι του, εναντίον του βασιλιά Αριστοβούλου Β΄. Η φιλική παράδοση των Φαρισαίων με τους Ρωμαίους επιβεβαιώθηκε άλλη μία φορά όταν ο Πομπήιος καταδίωξε τον Αριστόβουλο και τον πολιόρκησε στην Ιερουσαλήμ. Οι Ρωμαίοι επιτέθηκαν στην πόλη ημέρα Σάββατο και την πήραν χωρίς μάχη, γιατί οι Ιουδαίοι δεν εργάζονται την μέρα αυτή και άρα δεν πολεμούν, γράφει ο Ιώσηπος.
 Οι Ιουδαίοι μπορεί να μην έκαναν επιθέσεις τα Σάββατα αλλά αμυνόταν για την ζωή τους, όπως έκαναν ακόμη και οι Μακκαβαίοι επαναστάτες. Ο Αριστόβουλος προδόθηκε από τους Φαρισαίους, οι οποίοι δίδασκαν ότι δεν έπρεπε να πολεμήσουν εναντίων των Ρωμαίων και υπέρ του Ιουδαίου βασιλιά, επειδή ήταν Σάββατο!
 Όπως προφήτευε ο Ιερεμίας, έτσι έλεγαν και οι Φαρισαίοι: ¨Και τώρα εγώ έδωκα πάντας τούτους τους τόπους εις την χείρα του Ναβουδοχονόσορ (Μεγάλου Πομπήιου), βασιλέως της Βαβυλώνος (Ρώμης), του δούλου μου”.  Ιδού το στράτευμα του Φαραώ (Ελλήνων) το εξελθόν προς βοήθειαν υμών θέλει επιστρέψει εις την γην αυτού, την Αίγυπτο,(Αρμενία) και οι Χαλδαίοι (Ρωμαίοι) θέλουσιν επαναστρέψει και πολεμήσει κατά της πόλεως ταύτης και θέλουσι κυριεύσει αυτήν και κατακαύσει αυτήν εν πυρί.¨ (Ιερ. ΚΖ,6-9)
 Οι Φαρισαίοι και το τρίτο κόμμα, δυσκόλευαν με τις προφητείες τους και τα Σάββατα το έργο των πολεμιστών, ευελπιστώντας πως η Ιερουσαλήμ θέλει εξάπαντος παραδοθεί εις την χείρα του Ρωμαίου Πομπήιου και θέλει κυριεύσει αυτήν, γιατί αυτοί δεν ήθελαν το καλό της πόλεως αλλά το κακό.

 Μεγάλος Πομπήιος

 Υπήρχε ένα ημερολόγιο στην Ιουδαία που ξεκινούσε το 63 π.Χ. από τον χρόνο που ο Μεγάλος Πομπήιος κατέλαβε την Ιερουσαλήμ. Ο Ρωμαίος αυτός αποκατέστησε την εξουσία των Φαρισαίων, απαγόρευσε στον Ιωάννη Υρκανό να φοράει στέμμα και τον έκαμε απλό ιερέα. Ο Πομπήιος είναι εκείνος που καταργεί την βασιλεία και αφήνει την Ιερουσαλήμ αβασίλευτη. Αυτό σύμφωνα με τον Ιώσηπο το έκανε, γιατί έτσι του ζήτησαν οι Φαρισαίοι, οι οποίοι θεωρούσαν ότι σύμφωνα με την παράδοση της βίβλου, οι Ιουδαίοι πρέπει να διοικούνται μόνο από τους αρχιερείς, καθώς μόνο ο Θεός είναι ο πραγματικός τους δεσπότης.
 Ο Αριστόβουλος προσπάθησε να πείσει τον Πομπήιο ότι εκείνος δικαιούται τον θρόνο του πατέρα του, όπως ακριβώς και ο Σολομώντας εδικαιούτο την βασιλεία του Δαυίδ. «Κάλεσε ως μάρτυρες μερικούς νεαρούς καυχηματίες, που προσβλητικά επιδείκνυαν τις πορφυρές τους στολές, τα μακριά μαλλιά τους, τα κοσμήματα και τα άλλα στολίδια τους, που τα φορούσαν σα να βάδιζαν σε γιορταστική πομπή και όχι σε δικαστήριο». Ο ιστορικός Ιώσηπος συχνά διακωμωδεί με αυτόν τον τρόπο τον ελληνισμό των βασιλιάδων της Ιουδαίας.
  Το 63 π.χ. καταλήφθηκε για πρώτη φορά η Ιερουσαλήμ από τον Πομπήιο και η οικογένεια του Αριστόβουλου Β΄, αιχμαλωτίσθηκε από τους Ρωμαίους. Συνελήφθη ακόμη, ο πεθερός και θείος του Αριστοβούλου που λεγόταν Αψάλωμος ή Αβεσαλώμ. Κατά την διάρκεια της πολιορκίας κάηκε ο ναός και για τούτο ο Αντίπατρος και ο Ιωάννης κατηγόρησαν τον Αριστόβουλο.
 Ο μεγαλύτερος γιος του Αριστοβούλου, ο Αλέξανδρος, δραπέτευσε κατά την διάρκεια του ταξιδιού, ενώ ο νεότερος, ο Αντίγονος, μεταφέρθηκε αλυσοδεμένος μαζί με τον πατέρα του και τις αδελφές του στη Ρώμη. Ο Πλούταρχος στον βίο του Μεγάλου Πομπήιου, αναφέρει ότι στον θρίαμβο του στρατηγού στην Ρώμη, έγινε μεγάλη πομπή όπου παρήλασαν αλυσοδεμένοι πολλοί βασιλιάδες της ανατολής, μεταξύ των οποίων και ο Αριστόβουλος Β΄, ο βασιλιάς της Ιουδαίας.


7) Ο Αλέξανδρος Ιωάννης Β’ .ο ληστής

Ο Ιωάννης Υρκανός, ήταν αρχιερέας τα πρώτα εφτά χρόνια που βασίλευε η μητέρα του η Αλεξάνδρα. Έχασε την θέση του το 67 π.Χ. από τον αδερφό του, αλλά έγινε πάλι αρχιερέας το 63 π.Χ., την χρονιά που κάηκε ο ναός κατά την άλωση της Ιερουσαλήμ. Παρέμεινε θεωρητικά μόνο βασιλιάς μέχρι το 39 π.Χ., αντιμετωπίζοντας φυσικά την αντίδραση των γιων του Αριστοβούλου. Ήταν λοιπόν ένας αρχιερέας χωρίς ναό, ένας βασιλιάς χωρίς στέμμα και χωρίς βασίλειο, αφού στην πραγματικότητα κυβερνούσε ο Ιδουμαίος στρατηγός Αντίπατρος.
 Εναντίον του Αντίπατρου κινήθηκε ο Αλέξανδρος Β΄, ο οποίος ήταν όμηρος των Ρωμαίων αλλά απέδρασε και δημιούργησε γρήγορα ένα ετοιμοπόλεμο στρατό. Οι Έλληνες μισθοφόροι στρατιώτες που κατοικούσαν στην Συρία και την Παλαιστίνη, ήταν φιλοβασιλικοί και αναζητώντας δουλειά, ακολουθούσαν με την πρώτη ευκαιρία ένα επαναστάτη με βασιλική καταγωγή.
 Ο Αλέξανδρος του Αριστόβουλου, είναι ο πατέρας της Μαριάμμης ή Μαρίας, της μητέρας δηλαδή του Αλεξάνδρου στον οποίο αναφερόμαστε σε τούτο το βιβλίο. Παντρεύτηκε την Αλεξάνδρα, την κόρη του αρχιερέα Ιωάννη Υρκανού Β΄ και μαζί της είχε δύο παιδιά, τον Αριστόβουλο και την πριγκίπισσα Μαριάμμη. Εκείνος λοιπόν συγκέντρωσε σημαντική δύναμη και με τις επιθέσεις του κατά της Ιουδαίας παρενοχλούσε τον πεθερό του, τον αρχιερέα Ιωάννη, που κυβερνούσε ως αρχιερέας του Θεού, έχοντας τον Ιδουμαίο Αντίπατρο στρατηγό. Ο Υρκανός δεν είχε όμως την δύναμη να αντισταθεί στον στρατό του Αλεξάνδρου.
  Τότε κατέφτασε ο Μάρκος Αντώνιος, ο γνωστός εραστής της Κλεοπάτρας για να πολεμήσει τον Αλέξανδρο Β΄. Ο Μάρκος Αντώνιος και ο στρατηγός Γαβίνιος, όπλισαν τους Ρωμαίους και τους Ιουδαίους των οποίων αρχηγοί ήταν ο Μάλιχος και ο Πειθόλαος, πήραν μαζί τους και την φρουρά του Αντιπάτρου και κινήθηκαν εναντίον του Αλεξάνδρου.
 Η επανάσταση του νεαρού πρίγκιπα τελείωσε άδοξα. Ο Αλέξανδρος αναγκάστηκε να αφήσει τα οχυρά και να αποσυρθεί. Η μητέρα του Αλεξάνδρου, η κόρη του Υρκανού, που ήταν με το μέρος των Ρωμαίων, παρακάλεσε τον γιο της να αποσυρθεί, επειδή ανησυχούσε για τον άνδρα της, τον βασιλιά Αριστόβουλο και τα υπόλοιπα παιδιά της που ήταν φυλακισμένα στην Ρώμη. Αφού ο Αλέξανδρος δέχτηκε το αίτημα της μητέρας του, ο Ιωάννης Υρκανός επέστρεψε στον ναό της Ιερουσαλήμ. Ο Αντώνιος κατάφερε να εξοντώσει τους υποστηρικτές των οπαδών του Αριστοβούλου και να καταργήσει την βασιλεία του Αλεξάνδρου Β΄, μετατρέποντας όπως λέει ο Ιώσηπος το πολίτευμα σε αριστοκρατικό.
 Ωστόσο ο Αριστόβουλος κατάφερε να αποδράσει από την Ρώμη και τα παιδιά του αφέθηκαν ελεύθερα, μετά από την συμφωνία που είχε κάνει η γυναίκα του η Αλεξάνδρα με τον Αντώνιο. Ο Αριστόβουλος επιστρέφοντας πολέμησε για να ανακτήσει τον θρόνο του. Ο στρατός του καταδιώχθηκε από τους Ρωμαίους και ο ίδιος με χίλιους στρατιώτες κατέφυγε στο φρούριο του Μαχαιρούντα, γνωστό από την φυλάκιση του Ιωάννη του Βαπτιστή. Εκεί συνελήφθη και μεταφέρθηκε ξανά αλυσοδεμένος στην Ρώμη.
 Ο Αλέξανδρος Β΄ συνέχισε την αντίσταση εναντίον των Ρωμαίων και των Φαρισαίων υποστηρικτών τους. «Επικεφαλής νέας εξέγερσης συγκέντρωσε πολύ στρατό και όρμησε να εξοντώσει τους Ρωμαίους που βρίσκονταν στη χώρα». Έτσι όταν ο Ρωμαίος στρατηγός Γαβίνιος γύρισε από την Αίγυπτο βρήκε την Συρία έρμαιο ταραχών. Ο Αλέξανδρος είχε κατακτήσει ακόμη μία φορά την εξουσία, και είχε αναγκάσει πολλούς Ιουδαίους να εξεγερθούν, γράφει ο Ιώσηπος. Κάνοντας επιδρομές στην χώρα, σκότωνε όσους Ρωμαίους συναντούσε και πολιορκούσε στενά μερικούς που είχαν καταφύγει στο όρος Γαριζείμ της Σαμάρειας. Ο Γαβίνιος με τον Αντίπατρο νίκησαν τον στρατό του Αλεξάνδρου στο Ιταβύριον όρος (Θαβώρ) και χιλιάδες στρατιώτες του σκοτώθηκαν.
 Ο μεγαλύτερος εχθρός του Αλεξάνδρου Β΄, ήταν ο Ιδουμαίος στρατηγός Αντίπατρος. «Ο Αντίπατρος είχε παντρευτεί με κάποια που τη λέγανε Κύπρο, από εξέχουσα αραβική οικογένεια, με την οποία είχε τέσσερις γιους, τον Φασάηλο, τον Ηρώδη, που έγινε αργότερα βασιλιάς, τον Ιώσηπο και τον Φερώρα και μια κόρη την Σαλώμη. Είχε συνάψει φιλίες και σχέσεις με τους ισχυρούς όλου του κόσμου».

 Το 48 π.Χ. είναι μία ακόμη σημαντική χρονολογία, γιατί εκείνη την χρονιά ο Ιούλιος Καίσαρας νίκησε τον στρατό του Πομπηίου στα Φάρσαλα. Οι φιλοβασιλικοί Ιουδαίοι ελπίζουν πως θα επωφεληθούν με την αλλαγή της πολιτικής κατάστασης.
 «Την εποχή που ο Πομπήιος διέφευγε με την σύγκλητο στο Ιόνιο, διωκόμενος από τον Ιούλιο Καίσαρα, ο Αριστόβουλος θα στελνόταν με δύο λεγεώνες στην Ιουδαία από τον Καίσαρα», όπως γράφει ο Ιώσηπος. Όμως “οι οπαδοί του Πομπήιου δηλητηρίασαν τον Αριστόβουλο και το πτώμα του έμεινε για αρκετό καιρό διατηρημένο σε μέλι, μέχρι να το στείλει ο Αντώνιος στην Ιουδαία. Ο γιος του, ο Αλέξανδρος Β΄, ο πατέρας της Μαρίας, συνελήφθη και αποκεφαλίσθηκε με διαταγή του Πομπήιου από τον Σκιπίωνα, μετά από δίκη στην οποία κατηγορήθηκε ως υπεύθυνος για όσα είχαν πάθει οι Ρωμαίοι”. Η τύχη του Πομπήιου δεν ήταν καλύτερη, αφού μόλις έφτασε στην Αλεξάνδρεια, αναγνωρισθηκε από το πλήθος που όρμηξε και τον σκότωσε.

 Η Μαρία του Αλεξάνδρου Β΄ είναι ακόμη βρέφος, όταν ο πατέρας της αποκεφαλίζεται το 48 π.Χ. Η οικογένεια του Αριστοβούλου είναι διασκορπισμένη και καταδιώκεται από τους Ρωμαίους. «Ο αδελφός και οι αδελφές του Αλεξάνδρου, τέθηκαν υπό την προστασία του Πτολεμαίου, γιου του Μεναία , ο οποίος είχε στείλει τον γιο του Φιλιππίωνα στην Ασκάλωνα να τους φέρει. Ο Φιλιππίων κατάφερε να αποσπάσει τον Αντίγονο και τις δύο αδερφές του από την χήρα του Αριστόβουλου. Έχοντας όμως ερωτευθεί τη μία από τις κόρες, την παντρεύτηκε, αλλά μετά από λίγο καιρό δολοφονήθηκε από τον πατέρα του, για χάρη αυτής της Αλεξάνδρας, την οποία ο Πτολεμαίος αφού σκότωσε πρώτα τον γιο του την παντρεύτηκε. Μετά τον γάμο έγινε ποιο αυστηρός κηδεμόνας του αδελφού και της αδελφής της
 Από όσα μας λέει ο Ιώσηπος κατανοούμε ότι η Αλεξάνδρα και η Μαρία, οι κόρες του Αριστοβούλου, προερχόμενες από βασιλική γενιά ήταν περιζήτητες νύφες. Η μία αδερφή ήταν ακόμη αρκετά μικρή για να παντρευτεί αλλά η μεγάλη αδερφή της Αλεξάνδρα έγινε αντικείμενο έριδας μεταξύ πατέρα και γιου.

8) Ο Βασιλιάς Αντίγονος (39-35)

 Ο Αντίγονος, ο μόνος άνδρας που απέμεινε από την οικογένεια του Αριστοβούλου, παρουσιάστηκε στον Ιούλιο Καίσαρα, κατηγορώντας τον Υρκανό και τον Αντίπατρο πως τον είχαν απελάσει παράνομα από την χώρα και αυτόν και τις αδερφές του και ότι είχαν αδικήσει τον λαό των Ιουδαίων.
 Ο Αντίπατρος, ο πατέρας του Ηρώδη, υπερασπίστηκε τον εαυτό του λέγοντας ότι απορούσε με την τόλμη που έδειχνε ο Αντίγονος, ο γιος ενός εχθρού των Ρωμαίων, ο γιος κάποιου που δραπέτευσε από την Ρώμη, κάποιος που κληρονόμησε από τον πατέρα του το πάθος για εξέγερση, και ζητά καλοσύνη, αντί να είναι ευτυχισμένος που ζει. Ο Αντίπατρος αποκάλεσε του οπαδούς του Αντίγονου, “νεωτεριστάς” και “στασιώδης”, και πρόσθεσε πως καλώς συνελήφθη ο πατέρας του ο Αριστόβουλος, εφόσον ήταν πάντα εχθρικός προς την Ρώμη. Μα και ο αδερφός του ο Αλέξανδρος, καλώς εξετελέσθη από τον Σκιπίωνα, “κολασθέντα για ληστεία”. Σε αυτό το σημείο μαθαίνουμε από τον Φλάβιο Ιώσηπο, ότι ο Αλέξανδρος Β΄, αποκεφαλίσθηκε κατηγορούμενος για ληστεία!
 Φυσικά ο Καίσαρας διατήρησε τον Υρκανό αρχιερέα και τον Αντίπατρο στρατηγό, δίνοντας του στην πραγματικότητα βασιλικές εξουσίες. Ο Αντίπατρος διόρισε τους γιους του διοικητές των περιχώρων, βάζοντας τον Φασάηλο διοικητή των Ιεροσολύμων και τον Ηρώδη διοικητή της Γαλιλαίας. Έτσι ο Αντίπατρος, άφησε στον Ιωάννη Υρκανό μόνο την ουράνια βασιλεία, κρατώντας για τον εαυτό του την εξουσία επί της γης.

Ο ΗΡΩΔΗΣ

 Τότε ένας νέος επαναστάτης ληστής σηκώθηκε στην Γαλιλαία, ο Εζεκίας, ο οποίος λήστευε τους κατοίκους στα σύνορα της Συρίας και γι΄αυτό ο Ηρώδης τον καταδίωξε και τον εξόντωσε. Ο Ηρώδης έδειξε ότι ήταν αρκετά δραστήριος αφού μόλις δεκαπέντε χρονών, αναγκάστηκε να πολεμήσει την συμμορία του αρχιληστή, όπως αναφέρει ο Ιώσηπος. Κι όμως γι΄αυτή του την πράξη, κατηγορήθηκε για φόνο και ο αρχιερέας Υρκανός τον έστειλε να δικασθεί στο Συνέδριο (Σαχεντρίν). Ισως ο ληστής Εζεκίας ήταν ένας πολιτικός επαναστάτης, όπως και ο ληστής Αλέξανδρος Β΄.
 Μάλιστα όλοι θεωρούσαν πως ο Ηρώδης δεν θα γλίτωνε τον θάνατο. Όμως όταν έφτασε στο δικαστήριο, η ατμόσφαιρα άλλαξε. Μπήκε στην αίθουσα με τον αέρα ενός νέου και ισχυρού άνδρα, φορώντας κόκκινη πορφύρα και συνοδευόμενος από τους σωματοφύλακες του. Ο Ιώσηπος γράφει πως ο Ρωμαίος διοικητής της Συρίας, έστειλε μήνυμα στον Υρκανό υπέρ του Ηρώδη και γι΄αυτό ο Ιωάννης τον άφησε να φύγει από το Δικαστήριο χωρίς να πάθει κακό, αφού μάλιστα “ηγάπα γαρ αυτόν ως υιόν”.
 Το 47 π.Χ. ο Ιούλιος Καίσαρας ετοιμάζεται να πολεμήσει τον Σκιπίωνα, που ήταν πεθερός του Πομπήιου. Στην Ασία ο Σέξτος αναγκάστηκε λίγο αργότερα να πολεμήσει κάποιον Βάσω Καικύλα που ήταν παλιός φίλος του Πομπηίου. Ο Αντίπατρος, πιστός σύμμαχος του Καίσαρα, έστειλε τους γιους του Ηρώδη και τον Φασάηλο να βοηθήσουν τον Καίσαρα Σέξτο.
 Καθώς ο πόλεμος παρατεινόταν, συνέβη το επόμενο σπουδαίο γεγονός. Η δολοφονία του Ιουλίου Καίσαρα από τον Κάσιο και τον Βρούτο, έγινε το 44 π.Χ. και προκάλεσε μεγάλη κοινωνική αναταραχή. Όταν ο Οκταβιανός και ο Αντώνιος κήρυξαν τον πόλεμο κατά του Κάσιου και του Βρούτου, ο Κάσιος συγκέντρωσε στρατό στη Συρία ελπίζοντας στην βοήθεια του Ηρώδη, στον οποίο υποσχέθηκε το βασίλειο της Ιουδαίας.
 Πάνω σε τούτη την αναταραχή, ο Μάλιχος που ήταν πιστός στον Υρκανό, αποφάσισε να στασιάσει εναντίον του Αντίπατρου, ελπίζοντας πως ο Ιωάννης θα γινόταν πάλι βασιλιάς. Αν και δεν κατάφερε να οργανώσει κάποια επανάσταση, δηλητηρίασε τον Αντίπατρο. Αυτά τουλάχιστον αναφέρει ο Ιώσηπος.
 Ο Μάλιχος αντέκρουσε τις κατηγορίες και ισχυρίστηκε ότι δεν σκότωσε αυτός τον Αντίπατρο. Ο Ηρώδης και ο Φασάηλος, τα παιδιά του Αντίπατρου, έκαναν ότι τον πίστεψαν. Η αλήθεια είναι πως ο Ηρώδης δεν μπορούσε να σκοτώσει εύκολα τον Μάλιχο. Γι΄αυτό φρόντισε πρώτα να συνεννοηθεί με τον Ρωμαίο Κάσιο, τον φονιά του Ιουλίου Καίσαρα. Μόλις λοιπόν βρήκε την ευκαιρία ο Ηρώδης έβαλε τους χιλίαρχους να σκοτώσουν τον Μάλιχο με τα ξίφη τους. Ο Ιωάννης Υρκανός, ξαφνιάστηκε από την δολοφονία του πιστού του στρατηγού. Όταν του είπαν όμως πως εκτελέσθηκε με διαταγή του Ρωμαίου Κάσιου, επαίνεσε την πράξη.


 Αλλά ο Αντίγονος ο γιος του Αριστόβουλου, είχε συγκεντρώσει στρατό και είχε επιστρέψει στην Ιουδαία, βοηθούμενος από τον Πτολεμαίο, τον γιο του Μενναίου, λόγω της συγγένειας τους”. Ο Πτολεμαίος είχε παντρευτεί την αδερφή του Αντιγόνου, την Αλεξάνδρα και γι΄αυτό χρηματοδότησε τον Αντίγονο, βοηθώντας τον να καταλάβει τον θρόνο του πατέρα του. Ο Ηρώδης όμως πολέμησε με επιτυχία τον Αντίγονο και τον έδιωξε ξανά από την χώρα. Γύρισε έτσι νικητής στην Ιερουσαλήμ, όπου ο Υρκανός και ο δήμος του απέδωσαν στεφάνους.
 Ο Ηρώδης είχε ήδη, μετά από συμφωνία για γάμο, συνδεθεί με την οικογένεια του Υρκανού και ήταν έτοιμος να παντρευτεί την πριγκίπισσα Μαρία, την κόρη του Αλεξάνδρου Β΄. Ο γάμος αυτός θα τον συμφιλίωνε με τον Υρκανό αλλά και με την βασίλισσα Κλεοπάτρα η οποία υποστήριζε τους Ασαμωναίους βασιλιάδες.
 «Η πρώτη γυναίκα του Ηρώδη ήταν μια γνωστή ντόπια Ιουδαία, ονόματι Δωρίς, από την οποία είχε ένα γιο τον Αντίπατρο. Τώρα όμως παντρεύτηκε την Μαριάμμη, κόρη του Αλεξάνδρου, γιου του Αριστοβούλου και εγγονή του Υρκανού, κι έγινε έτσι μέλος της βασιλικής οικογένειας». Ο Ηρώδης αρραβωνιάστηκε τότε με την Μαριάμμη αλλά την παντρεύτηκε μερικά χρόνια αργότερα. Η Μαριάμμη ήταν ακόμη πολύ μικρή, μόλις έξι χρονών κοριτσάκι.
 Μετά την τελική νίκη του Αντώνιου και του Οκταβιανού στους Φιλίππους της Μακεδονίας, το 42 π.Χ., ο Κάσιος και ο Βρούτος είχαν την ίδια τύχη με τον Πομπήιο. Ο Αντώνιος πήγε στην Συρία και η Κλεοπάτρα της Αιγύπτου τον συνάντησε στην Κιλικία και τον έκανε αιχμάλωτο του έρωτα της, γράφει ο Ιώσηπος.
 Όταν ο Αντώνιος βρισκόταν στην Αντιόχεια, οι Ιουδαίοι έστειλαν πρέσβεις, οι οποίοι κατηγόρησαν τον Ηρώδη και τον Φασάηλο ότι κατέλαβαν με την βία την εξουσία, αφήνοντας στον Υρκανό μόνο κατ΄ όνομα το αξίωμα του βασιλιά. Ο Ηρώδης δωροδόκησε με πολλά χρήματα τον Αντώνιο να μην λάβει υπ΄ όψιν του τις κατηγορίες των Ιουδαίων.
 Δύο χρόνια αργότερα, το 40 π.Χ., η Συρία καταλήφθηκε από τους Πάρθους. Ο Πτολεμαίος του Μενναία πέθανε αφήνοντας τον γιο του, τον Λυσανία, στον θρόνο. Ο Λυσανίας συμμάχησε με τον Αντίγονο και ζήτησαν μάλιστα την βοήθεια των Πάρθων. Οι Γαλιλαίοι εξεγέρθηκαν πάλι παίρνοντας τα όπλα. Ο Ηρώδης βρέθηκε σε πολύ δύσκολη θέση, καθώς ο Αντίγονος με την βοήθεια των Πάρθων, ήταν έτοιμος να επιτεθεί στα Ιεροσόλυμα.

 Ο Ηρώδης δεν έμεινε βέβαια με σταυρωμένα τα χέρια. Πήρε τις γυναίκες από την Ιερουσαλήμ, την μητέρα του, την γυναίκα του Δώρα, την μικρή Μαρία του Αλεξάνδρου Β΄ με την οποία ήταν αρραβωνιασμένος (η πριγκίπισσα Μαρία είναι μόλις οκτώ χρονών) και την μητέρα της Αλεξάνδρα, και διέφυγε στην Ιδουμαία. Στην διαδρομή μάλιστα, μια άμαξα αναποδογύρισε και η μητέρα του Ηρώδη κινδύνεψε να σκοτωθεί. Ο Ηρώδης παρά λίγο να αυτοκτονήσει από την αγωνία του, και τον φόβου του πως θα τους προφθάσουν οι εχθροί εξαιτίας της καθυστέρησης που προκάλεσε το ατύχημα. Είχε τραβήξει το ξίφος του, και θα μαχαιρωνόταν αν δεν τον συγκρατούσαν εκείνοι που βρισκόταν κοντά του. Ακόμη και στην διάρκεια της φυγής δεν ήταν ασφαλής, γιατί και οι Ιουδαίοι τους επιτέθηκαν και αναγκάστηκαν να πολεμήσουν σώμα με σώμα.

 Ο Αντίγονος όμως βρισκόταν ήδη στην εγκαταλειμμένη από τον Ηρώδη Ιερουσαλήμ, όπου συνέλαβε τον θείο του, τον αρχιερέα Ιωάννη Υρκανό, και τον Φασάηλο. Χρήματα όμως δεν βρήκαν, γιατί ο Ηρώδης είχε φροντίσει να μεταφέρει όλη την περιουσία του στην Ιδουμαία.
 Ο Ιώσηπος γράφει πως οι Πάρθοι «δεν αρκέστηκαν να ανεβάσουν στο θρόνο τον Αντίγονο αλλά του παρέδωσαν αλυσοδεμένους τον Φασάηλο και τον Υρκανό για να τους βασανίσει. Ο Υρκανός έπεσε στα πόδια του Αντίγονου, αλλά εκείνος με τα ίδια του τα δόντια, του δάγκωσε τα αυτιά, ώστε να μην μπορέσει ποτέ έτσι όπως ήταν να ξαναπάρει το αξίωμα του αρχιερέα, γιατί για το αξίωμα αυτό απαιτείται πλήρης αρτιμέλεια».

 Ο Ηρώδης εφόσον διέφυγε την σύλληψη ταξίδεψε πρώτα στην Αλεξάνδρεια, όπου η Κλεοπάτρα δεν τον έπεισε να παραμείνει για λίγο κοντά της αλλά συνέχισε το ταξίδι του στην Ρώμη. Ο Αντώνιος συγκινήθηκε από τις ατυχίες του Ηρώδη και εξαιτίας τους μίσους εναντίον του Αντιγόνου, τον οποίο θεωρούσε στασιαστή και Ρωμαίοις εχθρόν. Έτσι το 37 π.Χ., ο Ηρώδης με τις ευχές του Αντωνίου τιτλοφορήθηκε βασιλιάς των Ιουδαίων, και συγκεντρώνοντας στρατιωτική δύναμη κινήθηκε εναντίον του εχθρού των Ρωμαίων, του βασιλιά της Ιερουσαλήμ Αντιγόνου.
 Ο Ηρώδης αναγκάστηκε αρχικά να πολεμήσει στην Γαλιλαία τους ληστές των σπηλαίων. «Τις σπηλιές αυτές που βρίσκονται σε απόκρημνα όρη, ήταν δύσκολο να τις προσεγγίσει κανείς από οποιαδήποτε μεριά, εκτός από κάποια επικίνδυνα και πολύ στενά περάσματα στις πλαγιές. Ο βασιλιάς ..έβαλε τους πιο δυνατούς στρατιώτες του σε κιβώτια ανοιχτά για να μπορούν να αναπνέουν και τους κατέβασε με σκοινιά στα στόμια των σπηλαίων. Αυτοί κατέσφαξαν τους ληστές και τις οικογένειες τους, πυρπολώντας όσους αντιστέκονταν. Θέλοντας να σώσει μερικούς από αυτούς ο Ηρώδης τους κάλεσε να παραδοθούν. Κανένας τους όμως δεν παραδόθηκε με την θέληση του και από αυτούς που συλλήφθηκαν με τη βία πολλοί προτίμησαν τον θάνατο από την αιχμαλωσία. Ήταν τότε που ένας ηλικιωμένος, πατέρας επτά παιδιών, όταν τον παρακάλεσαν μαζί με την μητέρα τους να παραδοθούν στον Ηρώδη, τους σκότωσε όλους με τον εξής τρόπο. Προστάζοντας τους να βγουν ένας, στάθηκε στην είσοδο και σκότωνε τους γιους του καθώς έβγαιναν. Ο Ηρώδης βλέποντας το θέαμα αυτό από ένα κρυφό μέρος, επηρεάστηκε πάρα πολύ και απλώνοντας το χέρι του στον ηλικιωμένο άνδρα τον παρακάλεσε να λυπηθεί τη ζωή των παιδιών του. Εκείνος χωρίς να συγκινηθεί από τα λόγια του Ηρώδη, βρίζοντας τον κι από πάνω ως τιποτένιο, μετά την σφαγή των γιων του, σκότωσε και τη γυναίκα του και πετώντας τα πτώματα τους στον γκρεμό, έπεσε μετά και ο ίδιος
 Ετούτοι λοιπόν είναι οι εφτά παίδες Ασαμωναίοι, μια και το βουνό στο κέντρο της Γαλιλαίας ονομάζεται Ασαμών κι ετούτοι είναι οι πραγματικοί μάρτυρες που θανατώθηκαν πολεμώντας τον Ηρώδη. Όλα τα νήπια που σκότωσε ο Μεγάλος Ηρώδης εορτάζονται ως μάρτυρες από την εκκλησία. Γιατί άραγε η εκκλησία μας αδιαφορεί για την αληθινή ιστορία του Ηρώδη, εορτάζοντας μόνο τα θύματα που αναφέρει η Χριστιανική μυθολογία;
 Η εκκλησία μας βέβαια θεωρεί ως μάρτυρες Μακκαβαίους τους εφτά παίδες που σκοτώθηκαν από τον Μακεδόνα βασιλιά Αντίοχο, το 170 π.Χ. επειδή δεν ήθελαν να φάνε χοιρινό. Πρώτα απ΄ όλα κανένας Χριστιανός δεν έγινε μάρτυρας επειδή δεν έτρωγε χοιρινό και τελικά πως ονομάζουν Μακκαβαίους, όποιον θέλουν και όποιον τους ταιριάζει. Αυτοί εδώ οι εφτά παίδες που αναφέρει ο Ιώσηπος είναι οι πραγματικοί Χριστιανοί μάρτυρες.
 Οι Γαλιλαίοι επαναστάτες πολέμησαν στο πλευρό των ελληνιστών βασιλιάδων με μεγάλη πίστη. Την διάρκεια των σκληρών πολέμων των σπηλαίων της Γαλιλαίας, «εκείνοι που συνήθως προκαλούσαν ταραχές», επιτέθηκαν ξαφνικά και σκότωσαν τον Πτολεμαίο, τον στρατηγό του Ηρώδη και λεηλατώντας την περιοχή κατέφυγαν στα έλη και σε άλλα δυσπρόσιτα μέρη.
 Ο Αντώνιος έστειλε χίλιους ιππείς και δύο λεγεώνες με επικεφαλής τον Μαχαιρά, να βοηθήσουν τον Ηρώδη. Ο Αντίγονος όμως νίκησε τον Μαχαιρά και η νίκη του αυτή προκάλεσε στην Γαλιλαία «τόσο μεγάλη εξέγερση που οι οπαδοί του άρχισαν να πιάνουν τους προύχοντες που είχαν ταχθεί με τον Ηρώδη και να τους πετάνε στην λίμνη». Μαχαιρά έστειλες, μάχαιρα θα λάβεις έλεγαν προφανώς οι Γαλιλαίοι.

9) Ο γάμος της βασίλισσας Μαρία και η κυριαρχία του Ηρώδη



 Είχαν περάσει τρία χρόνια από τότε που ο Ηρώδης είχε ανακηρυχθεί βασιλιάς στην Ρώμη αλλά ο Αντίγονος κρατούσε ακόμη την Ιερουσαλήμ. Ο Ηρώδης αποφάσισε να την πολιορκήσει στρατοπεδεύοντας μπροστά στα τείχη απέναντι στο ναό, στο σημείο δηλαδή όπου και ο Πομπήιος είχε επιτεθεί παλαιότερα στην πόλη, την οποία κατείχε τότε ο βασιλιάς Αριστόβουλος, ο πατέρας του Αντίγονου.
 Την στιγμή αυτή διάλεξε ο Ηρώδης να φέρει από την Σαμάρεια την Μαριάμμη, την κόρη του Αλεξάνδρου και ανιψιά του Αντιγόνου με την οποία ήταν αρραβωνιασμένος. Και όπως γράφει ο Ιώσηπος, ο Ηρώδης “περιφρονώντας έτσι τον εχθρό, έκανε τον γάμο στη διάρκεια της πολιορκίας”. Η πριγκίπισσα Μαρία είναι μόλις δώδεκα χρονών.
 Είναι φανερό πως ο Ηρώδης παντρεύτηκε μόνο για πολιτικούς λόγους. Επειδή τα Ιουδαϊκά έθιμα όπως αναφέρει συχνά ο Φλάβιος Ιώσηπος επιτρέπουν να πάρεις πολλές γυναίκες, ο Ηρώδης εκμεταλλεύτηκε την ελευθερία και έφτιαξε ένα χαρέμι με δέκα γυναίκες. Η Μαριάμμη ήταν η δεύτερη γυναίκα του, αφού είχε παντρευτεί πριν γίνει βασιλιάς την Δώρα, η οποία ήταν όμως από ιδιωτική γενιά και όχι βασιλική.
 Η τελετή έγινε δίπλα στα τείχη και μπροστά στους πολιορκημένους οπαδούς του Αντιγόνου, για να τους πάρει με το μέρος του, αφού μετά τον γάμο ήταν νόμιμος βασιλιάς.
 Μετά τον γάμο της Μαρίας με τον Ηρώδη δεν ακολούθησε φαγοπότι αλλά φονικό. Ο Ρωμαίος Σόσιος κατέφτασε με ενισχύσεις και όλοι παρατάχτηκαν απέναντι από το βόρειο τείχος. Όταν έσπασε η πολιορκία οι Ρωμαίοι του Ηρώδη είχαν εξοργιστεί από το μακρύ διάστημα της, και οι Ιουδαίοι που βρισκόταν στο στρατό του Ηρώδη δεν άφηναν κανένα αντίπαλο ζωντανό. «Έσφαζαν τα πλήθη στα σοκάκια και στα σπίτια όπου είχαν στριμωχτεί και όσους κατέφυγαν στο ιερό. Δεν έδειξαν έλεος ούτε στα παιδιά ούτε στους γέρους και τις ανήμπορες γυναίκες”.
 Ο Αντίγονος, βλέποντας πως ούτε τότε τον ευνόησε η τύχη έπεσε στα πόδια του Ρωμαίου στρατηγού Σόσιου. Αυτός κάθε άλλο παρά λυπήθηκε την κατάσταση του και ξέσπασε σε ακράτητα γέλια, αποκαλώντας τον Αντιγόνη. “Δεν του συμπεριφέρθηκε όμως σαν γυναίκα, αφήνοντας τον ελεύθερο, αλλά αλυσοδεμένο τον κρατούσε υπό αυστηρή επιτήρηση. Ο βασιλιάς Ηρώδης έκανε διακρίσεις μεταξύ των δύο παρατάξεων, παρέχοντας τιμές σε όσους τον υποστήριξαν και εξολοθρεύοντας τους οπαδούς του Αντίγονου». Σκότωσε σαρανταπέντε από τους ανώτατους αξιωματικούς, “τους πρώτους εκ της αιρέσεως Αντιγόνου”.
 «Ιδιαίτερα τιμήθηκαν από τον Ηρώδη, ο Πόλλιος ο Φαρισαίος και ο μαθητής του Σαμαίας, γιατί στη διάρκεια της πολιορκίας των Ιεροσολύμων ετούτοι συμβούλευαν τους πολίτες να δεχτούν τον Ηρώδη, και γι΄ αυτό δέχονταν τώρα την ανταμοιβή τους».
 «Ο Σόσσιος αφιέρωσε ένα χρυσό στεφάνι στο θεό και έφυγε από τα Ιεροσόλυμα, παίρνοντας τον Αντίγονο αλυσοδεμένο για να τον πάει στον Αντώνιο».
 «Όταν ο Αντώνιος αιχμαλώτισε τον Αντίγονο, αποφάσισε να τον κρατήσει δέσμιο μέχρι τον θρίαμβο του, αλλά, μαθαίνοντας πως ο λαός επαναστατούσε κατά του Ηρώδη παραμένοντας πιστός στον Αντίγονο εξαιτίας του μίσους του για τον Ηρώδη, αποφάσισε να τον αποκεφαλίσει στην Αντιόχεια. Μάρτυρας μου ο Στράβων ο Καππαδόκης που γράφει τα εξής: “Όταν ο Αντίγονος μεταφέρθηκε στην Αντιόχεια, ο Αντώνιος τον αποκεφάλισε κι έγινε έτσι ο πρώτος Ρωμαίος που αποκεφάλισε βασιλιά, καθώς πίστευε ότι δεν υπήρχε άλλος τρόπος για ν΄ αλλάξει τη γνώμη των Ιουδαίων, ώστε να δεχτούν τον Ηρώδη που είχε τοποθετηθεί στην θέση του, καθώς ούτε με βασανιστήρια δεν δέχονταν να τον ανακηρύξουν βασιλιά, τόσο μεγάλη ήταν η εκτίμηση τους στον πρώτο βασιλιά». Μάρτυρας του Ιώσηπου είναι λοιπόν ο Στράβωνας, πως ούτε με βασανιστήρια δεν πρόδιδαν τον Ασαμωναίο βασιλιά οι Ιουδαίοι.
 Μόλις θανατώθηκε ο Αντίγονος, “ο Ηρώδης ελευθερώθηκε από τον φόβο του και ταυτόχρονα η ηγεμονία του γένους των Ασαμωναίων έφτασε στο τέλος της μετά από εκατόν είκοσι έξι χρόνια». Η βασιλεία πέρασε «στον Ηρώδη, τον γιο του Αντίπατρου, που προερχόταν από οίκο κοινών και από ιδιωτική οικογένεια που ήταν υποτελής στους βασιλιάδες».

ΒΑΣΙΛΑΚΗΣ Φ. ΝΕΚΤΑΡΙΟΣ - ΕΛΛΗΝ ΑΣΕΒΗΣ

ΔΗΜΟΣΙΕΥΩ ΕΔΩ ΠΑΛΑΙΟΤΕΡΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΑ ΟΠΟΙΑ ΟΜΩς ΒΟΗΘΟΥΝ ΣΤΗΝ ΚΑΤΑΝΟΗΣΗ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΣΜΟΥ ΟΤΑΝ ΤΑ ΕΓΡΑΨΑ ΠΡΙΝ ΕΙΚΟΣΙ ΧΡΟΝΙΑ ΗΜΟΥΝ ΑΚΟΜΑ ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΠΡΑΓΜΑ ΠΟΥ ΔΕΝ ΣΥΜΒΑΙΝΕΙ ΣΗΜΕΡΑ ΠΟΥ ΕΙΜΑΙ ΕΛΛΗΝ ΑΣΕΒΗΣ :-) 

ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου