Aνάμεσα στις πικροδάφνες ξάπλωσα, στου ποταμού την όχθη
και θρόιζαν στον άνεμο καλάμια και ιτιές
κι έμοιαζε να ταν η φωνή του ποταμιού
που ερχοτανε στα αυτια μου,
γεμάτη από παράπονα
κι από θλιμμένα λόγια.
Ποιος είσαι εσύ που μου μιλάς και η φωνή σου τόσο είναι λυπημένη;
Της Κρήτης είμαι ο ποταμός από όλους πιο μεγάλος
και όταν σείρω, τα νερά απλώνω στις πεδιάδες
πνίγω χωριά της Μεσαράς, χαλώ το Μονοφάτσι,
μα φύγαν πια περάσανε, τα χρόνια που οι ανθρώποι
σεβότανε τις όχθες μου και τη ζωή αγαπούσαν που ανέθρεφα
στις φυλλωσιές, στις πέτρες, στις κολύμπες.
Τώρα ξεράθηκε η γη, κοπήκανε τα δέντρα,
κι έγινε η Κρήτη έρημος μοιάζει με ξένη χώρα
που την λεηλατήσαν βάρβαροι κι εχθροί κάψαν τα δάση
και γκρέμισαν αλύπητα τσ ελπίδες των ανθρώπων.
Στο ύπνο μου έρχεσαι και κλαις, εσύ θεός που είσαι,
πως σου χαλάσαν οι θνητοί το όμορφο σου σώμα
και είναι τώρα ασχημοι καιροί και ο κακος αιώνας;
Κάνε αν είσαι αθάνατος, θαύματα
στο όνομα σου να πίνουν νερό οι κρητικοί
να χαίρεται η γενιά σου.
Θα φύγω θα ξενιτευτώ, αλλού θα πα να τρέχω
όπου οι ανθρώποι αγαπούν, τον τόπο και το βιός τους.
Να ξεραθεί ο κάμπος σας, να ερημώσει η χώρα
γιατί δεν είναι εγώ τι πεθυμώ, μα τι αξίζει ο νους σας.
Γιατί να κάθομαι εδώ, στην προδομένη γη σας;
Για ποιον την Ιδη να παρακαλώ
νερά να με γεμίσει;
Ποιος θα μου πει ευχαριστώ
ο ουρανός αν βρέξει;
Μακάρι να μουνα αλλούσε χώρα άλλων ανθρώπων
να έρχονται να λούζονται στα καθαρά νερά μου
να παίζουν και να τραγουδούν
πάντα ευτυχισμένοι.
Μα είμαι δω ένας ξερός και με ξερούς τριγύρω ανθρώπους
που σκέφτονται το χαλασμό που οι ίδιοι προκαλούνε.
Σκέψου να ήμουνα πλωτό ποτάμι
και πλοία να ταξίδευαν και βάρκες
στα ήσυχα νερά μου.
Ζηλεύεις του μεγάλου Δούναβη, του Ρήνου και του Βόλγα?
Μα τότε στο νησί της Κρήτης δε θα χώραγες.
Σκέψου να ήμουν ποταμός μεγάλος,
και να τανε πολιτείες ξακουστές
στις όχθες μου χτισμένες,
να ακούγεται παντού και μένα το όνομα μου.
Ζηλεύεις του Τίβερη, του Τάμεση του όμορφου Σηκουάνα?
Μα τότε στο νησί της Κρήτης δε θα χώραγες.
Σκέψου να θρεφα ψάρια πολλά
να πότιζα πεδιάδες να τρώνε πλήθη από τον πλούτο μου
και να με προσκυνάνε.
Ζηλεύεις του Ινδού, του Νείλου, του Ευφράτη?
Μα τότε στο νησί της Κρήτης δε θα χώραγες.
Και τώρα που είμαι ο πιο τρανός
μες το νησί της Κρήτης;
ποιος είναι αυτός που σέβεται
ότι έχει ο Θεός δοσμένο;
Γύρω σου κοίτα και θα δεις
πως με σκουπίδια με έχουνε ζωσμένο
λες και μίσος νιώθουνε
μονάχα για τη γη
που όλους μας έχει γεννημένους.
Αυτή την φωτογραφία την τράβηξα πριν από μερικές μέρες. Η εικόνα αυτή με ώθησε να γράψω το παράπονο του ποταμού Αναποδάρη. Μου είναι πραγματικά πολύ δύσκολο να κατανοήσω πως ένας άνθρωπος μπορεί να παρατήσει δίπλα στην ομορφιά αυτή την ασχήμια, χωρίς να δείξει κανένα σεβασμό αν όχι για την φύση, την οποία λάτρευαν ως Θεά οι πρόγονοι μας, αλλά τουλάχιστον για την αισθητική του τοπίου. Δεν είναι η ζημιά που προκαλεί άμεσα ο κάθε αυτοσχέδιος σκουπιδότοπος αλλά φανερώνει την αναισθησία μας και την γενικη στάση μας απέναντι στην φύση. Λένε οι κρητικοί ότι αγαπάνε την πατρίδα τους. Αναρωτιέμαι πια πατρίδα αγαπάνε;
Νεκταριος Φ. Βασιλακης